ΟΥΓΓΑΡΙΑ 1956 (Μέρος Τέταρτο)

Ένας κρίσιμος θεωρητικός προβληματισμός

Είδαμε ότι στις 30 Οκτωβρίου το κυβερνητικό προεδρείο, με κεντρικές πολιτικές προσωπικότητες τους κομμουνιστές Κάνταρ Γιάνος και Ναγκυ Ίμρε, αποφάσισε την εφαρμογή του πολυκομματικού συστήματος, έχοντας ως πρότυπο το συστήμα που εφαρμόστηκε στην Ουγγαρία την περίοδο 1945- 1947, με τη συμμαχική κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Ανεξάρτητο Κόμμα των Μικροιδιοκτητών και το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα . Προηγούμενα είχαν δηλώσει ότι απομακρύνονται από τη θέση περί του «ενιαίου εργατικού κόμματος».Θεώρησα λοιπόν χρήσιμο να σχολιάσω εδώ αυτή την τομή στη σκέψη του κομμουνιστή Κάνταρ, εκτιμώντας ότι δεν ήταν μια θέση η οποία μπορεί να κριθεί μόνον με συγκυριακούς πολιτικούς όρους, αλλά ως μια θέση με θεωρητική σημασία, η οποία πάντως έχει να κάνει και με το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Κάνταρ ως ρεαλιστή πολιτικού στο πλαίσιο του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου».Το κάνω αυτό εδώ έχοντας ένα προηγούμενο θα έλεγα στο ενεργητικό μου, αφού με το θέμα του πολυκομματισμού στο σοσιαλισμό και του μονοκομματικού καθεστώτος έχω ασχοληθεί στο βιβλίο μου Η αριστερά, χθες, σήμερα, αύριο.

Εν πρώτοις θα πρέπει να πω ότι το πολυκομματικό κομματικό σύστημα απαιτεί την εγκατάλειψη της θέσης περί του «ενιαίου εργατικού κόμματος», την οποία ως τότε εφάρμοζε το κομμουνιστικό κόμμα – κάθε κομμουνιστικό κόμμα γενικά στη Σ.Ε. ειδικότερα, αλλά και στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, με κάποιες ασήμαντες αποχρώσεις σε μερικές από αυτές τις χώρες.

Δυστυχώς δεν υπήρξε ο χρόνος που θα έδινε ίσως τη δυνατότητα στον Κάνταρ, στους θεωρητικούς που τον περιέβαλαν , π.χ. στο Λούκατς ή σε κάποιον της Σχολής Λούκατς να αναπτύξει έναν θεωρητικό προβληματισμό με αναφορά στη συγκρότηση ενός κομμουνιστικού, ενός μαρξιστικού κόμματος που θα υπερέβαινε αυτή τη θέση, η οποία στη σταλινική αντίληψη λειτουργούσε ως θέσφατο, μολονότι η θέση για το ενιαίο εργατικό κόμμα δεν είχε θεμελιωθεί επαρκώς σε θεωρητικό επίπεδο. Μάλιστα, θα έλεγα ότι στη μαρξιστική πολιτική φιλοσοφία είχε περάσει στα αυτονόητα. Έτσι που η εφαρμογή αυτής της θέσης στην πράξη δεν δημιουργούσε κανένα πρόβλημα στην επίσημη πολιτική φιλοσοφία του μαρξισμού – λενινισμού. Μάλιστα το λενινιστικό κόμμα στην σταλινική του εκδοχή θεωρούνταν κατ αποκλειστικότητα ως το αυθεντικό εργατικό κόμμα

Ωστόσο, έχει καθιερωθεί στην μαρξιστική φιλολογία – τουλάχιστον όσο ζούσε ο Στάλιν- η θέση αυτή να θεωρείται ως κατεξοχήν λενινιστική, δηλαδή να συνδέεται με την αντίληψη του Λένιν για το εργατικό κόμμα. Δεν γνωρίζω να υπάρχει θεωρητικό έργο του Λένιν που να απορρίπτει τη δυνατότητα ύπαρξης περισσότερων του ενός εργατικών πολιτικών κομμάτων. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι για τον ίδιο αυθεντικό εργατικό κόμμα είναι το μαρξιστικό επαναστατικό εργατικό κόμμα. Είναι επίσης βέβαιο ότι πάνω σ αυτή τη βάση πρότεινε και προχώρησε στη συγκρότηση της Τρίτης (Κομμουνιστικής) διεθνούς, της Κομιντέρν. Επίσης, πάνω σ αυτή τη βάση αναπτύχθηκε η θεωρία περί επαναστατικών και μη –επαναστατικών ( αναθεωρητικών, ρεβιζιονιστικών) εργατικών κομμάτων και κατ επέκταση η αντιπαράθεση όχι μόνον σε πολιτικό, αλλά και σε θεωρητικό επίπεδο των κομμουνιστικών (γενικότερα των λενινιστικών κομμάτων, όπως είναι τα τροτσκιστικά κόμματα) έναντι των σοσιαλδημοκρατικών. Η γνωστή θεωρητική διαμάχη του Λένιν και της Ρόζας Λουξεμπούργκ με τον Μπερνστάιν δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας γι αυτό. Και είναι βέβαιο ότι εργατικό κόμμα το οποίο δεν στοχεύει στην ανατροπή του καπιταλισμού, στη βάση του οποίου είναι η εξουσία του κεφαλαίου, και δεν αγωνίζεται με συνέπεια ως το τέλος με οδηγό αυτή του την επιδίωξη, αυτό το σκοπό, δεν μπορεί να λογίζεται ως αυθεντικό εργατικό κόμμα, οριζόμενο σύμφωνα με τη μαρξική λογική της αντιπαράθεσης Εργασίας και Κεφαλαίου, σύμφωνα με τη δυναμική αυτής της λογικής.

Δίνω έμφαση στο δεύτερο σκέλος της προηγούμενης πρότασης αφού υπήρχαν παλιότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τα οποία αποδέχονταν τη θεωρία του Μαρξ για την αντίθεση Εργασίας και Κεφαλαίου. Μάλιστα, ο Μπερνστάιν διαύπωσε στο έργο του με πλήρη διαύγεια αυτή τη θέση. Ο Μπερστάιν αποδέχεται τη θεωρία του Μαρξ και επιχειρεί να την ερμηνεύσει με το δικό του τρόπο για να στηρίξει τη δική του άποψη για την υπέρβαση του καπιταλισμού και το σοσιαλισμό, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να πείσει τους μαρξιστές επαναστάτες της εποχής του για την πρακτική πολιτική σημασία της ερμηνείας του. Και είναι βέβαιο ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που ακολούθησαν τη δική του ερμηνεία δεν οδήγησαν ή δεν ήθελαν οι ηγεσίες τους να οδηγήσουν την εργατική τάξη σε ριζοσπαστικές ανατροπές. Έδωσαν υπερβολική έως και μοναδική έμφαση στον κοινοβουλευτικό ρόλο του κόμματος και στην συνδικαλιστική δράση του εργατικού κινήματος. Έτσι, που σήμερα να έχουμε το καθολικό θα μπορούσα να πω φαινόμενο (τουλάχιστον μένοντας στο χώρο της Ευρώπης) όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να έχουν απομακρυνθεί ριζικά από το μαρξισμό ή και να τον έχουν δημόσια απορρίψει.

Δεν γνωρίζουμε λοιπόν πως αντιλαμβάνονταν ο Κάνταρ, αλλά και ο Ναγκυ, την απομάκρυνση από τη θέση περί του ενιαίου εργατικού κόμματος, την απόρριψη αυτής της θέσης. Αφορούσε αυτή η τομή στη σκέψη τους – κυρίως του Κάνταρ- και στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τη συγκρότηση του ίδιου του επαναστατικού εργατικού κόμματος; Το πιθανότερο είναι ότι η απόρριψη αυτής της θέσης είχε να κάνει με την απόρριψη της θέσης περί του μονοκομματικού πολιτικού συστήματος στο σοσιαλισμό, με μοναδικό κόμμα εξουσίας το κομμουνιστικό, το οποίο και μονοπωλεί την εξουσία.. Ή για να το πω αλλιώς, είχε να κάνει με την άποψή τους περί του πολυκομματικού πολιτικού συστήματος στο σοσιαλισμό. Αυτό είναι το πιθανότερο.

Βέβαια, ο Κάνταρ εκτιμώντας ότι αυτό ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί στα πλαίσια του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», με καθοριστικό το ρόλο, ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο, του ΚΚΣΕ, δεν ήταν δυνατό να επιχειρήσει την εφαρμογή της άποψης περί πολυκομματικού πολιτικού συστήματος στην Ουγγαρία. Ένα τέτοιο εγχείρημα προϋπόθετε την ανεξαρτητοποίηση του κόμματος από το ΚΚΣΕ, την πλήρη αυτονομία του.

Πάντως, είναι βέβαιο ότι η προτίμηση του Κάνταρ ήταν υπέρ ενός πολυκομματικού πολιτικού συστήματος στο οποίο κόμματα κατεξοχήν αστικά δεν θα μπορούσαν να έχουν θέση, δηλαδή κόμματα τα οποία λειτουργούσαν ως η πολιτική έκφραση και το πολιτικό στήριγμα του ίδιου του κεφαλαίου. Η συμμαχική κυβέρνηση 1945 – 1947 στην οποία έχω αναφερθεί επιτρέπει να προβεί κανείς σ’ αυτή την υπόθεση. Πρόκειται λοιπόν για ένα πολυκομματικό σύστημα στο οποίο θα επιδιωχθεί η εξασφάλιση της ηγεμονίας του κομμουνιστικού κόμματος, του μαρξιστικού – λενινιστικού κόμματος με το οποιοδήποτε όνομα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει τη δημιουργία και τη συνταγματική κατοχύρωση ενός θεσμικού συστήματος που να επιτρέπει τη διασφάλιση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της κοινωνίας ή ,έστω, σε μια πρώτη φάση της εξέλιξης, να διασφαλίζει το σοσιαλιστικό προσανατολισμό της χώρας.

Πάντως, είναι ενδεικτικό για την άποψή του Κάνταρ περί του πολυκομματικού συστήματος στο σοσιαλισμό το γεγονός ότι με τη δική του συγκατάθεση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε ανατεθεί στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών το οποίο βρισκόταν κάτω από την επιτήρηση του Τμήματος Διαφώτισης της Κεντρικής Επιτροπής του ΟΣΕΚ, να μελετήσει τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ενός πολυκομματικού συστήματος, στο οποίο το ΟΣΕΚ θα μπορούσε να εξασφαλίσει την πολιτική ηγεμονία του, σε συνθήκες δημοκρατίας και ελευθερίας, αλλά και ενός θεσμικού συστήματος το οποίο θα απέτρεπε την παρέκκλιση προς τον καπιταλισμό. Για τον πλούσιο προβληματισμό που αναπτύχθηκε μέσα από τις διάφορες μελέτες, αλλά και από τις ειδικές επιστημονικές διασκέψεις στις οποίες συμμετείχαν ενεργά, και με ειδικές εισηγήσεις, πρωτοκλασάτα στελέχη του κόμματος, θα μπορούσε ο αναγνώστης να δει στο βιβλίο μου Η Αριστερά, χθες, σήμερα , αύριο το κεφάλαιο με τον τίτλο Το κρίσιμο ερώτημα για τη δυνατότητα πλουραλιστικού σοσιαλισμού μαζί και το υποκεφάλαιο Η θεωρία του ενός κόμματος και οι προεκτάσεις της (Θ. Βακαλιός, Η Αριστερά χθες, σήμερα αύριο, εκδόσεις Βακαλιός, 2004, σελ 58 -75)

Θα πρέπει όμως να πω ότι ο Κάνταρ, συμφώνησε να προχωρήσει το κόμμα

κάτω από την επιμονή και των λεγόμενων αναθεωρητών κομμουνιστών, που επηρέαζαν ουσιαστικά την Κεντρική Επιτροπή, και εκπροσωπούνταν και στο Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε, όταν ήταν βεβαιωμένο ότι η πλειοψηφία του ουγγρικού λαού τον οποίο περιέβαλε με εμπιστοσύνη και με αγάπη ως ηγέτη με ανεβασμένο και διεθνώς το κύρος του σε συνθήκες που η ηγεσία Βρέζνιεφ (που στο μεταξύ είχε αντικατασταθεί από τον Γκορμπατσόφ), δεν ήταν πλέον πολιτικά δυνατό να τον αμφισβητήσει, αλλά και δεν είχε τον τρόπο να παρεμβαίνει κατά το δοκούν στα εσωτερικά του κόμματος όπως συνέβαινε παλιότερα. Ούτε το επέτρεπε αυτό ο Κάνταρ και το κόμμα. Παρότι ήταν πάντα προσεκτικός στις δηλώσεις του για το ΚΚΣΕ και τη Σ.Ε. έτσι που να μην δίνει αφορμή να υπάρξουν σοβαρές τριβές ή ρήξη με το ΚΚΣΕ και τη Σ.Ε., την οποία, όπως λέει ο Χούσαρ «την σεβόταν».

Εξάλλου ο Κάνταρ υιοθέτησε τις προτάσεις που του γινόταν σ αυτό το πνεύμα όταν είχε πληροφορίες ότι το μονοκομματικό σύστημα έχανε διαρκώς έδαφος στη συνείδηση της διανόησης γενικά, αλλά και της κομματικής διανόησης, ακόμα και σε στελέχη του ίδιου του κόμματος. Το έκανε αυτό έχοντας μπροστά του την εικόνα μιας κοινωνίας στην οποία ωρίμαζε στον κόσμο το αίτημα για πολυφωνία, η οποία βέβαια δεν θα αμφισβητούσε την σοσιαλιστική επιλογή του κόμματος και της χώρας, το σοσιαλιστικό της προσανατολισμό. Αν και θα πρέπει να πω ότι από τη μεριά των οικονομολόγων, κυρίως, αλλά και μερικών κοινωνιολόγων, διατυπώνονταν ολοένα και πιο καθαρά η άποψη για ένα εντελώς ανοιχτό πολιτικό πολυκομματικό σύστημα, με κύριο επιχείρημα το επιχείρημα ότι η οικονομία της χώρας θα έπρεπε να ανασυγκροτηθεί με βάση τις αρχές της οικονομίας της αγοράς.

Η αποτυχία του εγχειρήματος Γκορμπατσόφ και η τελική πτώση της Σ.Ε., που πήρε μαζί της και την Ουγγαρία, με τον Κάνταρ ουσιαστικά αποξενωμένο (ή και απομονωμένο) από την πρωτοκαθεδρία στην πολιτική, εξ αντικειμένου απέτρεψε τη δυνατότητα να ελεγχθεί ιστορικά αυτό το εγχείρημα. Πάντως και αυτό το εγχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την τεκμηρίωση της άποψης ότι ο Κάνταρ σε σχέση με άλλους πολιτικούς στο χώρο του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε το πλεονέκτημα να διατηρεί σε όλη τη σταδιοδρομία του την αίσθηση του πραγματικού, χωρίς να έχει ποτέ εγκαταλείψει τη ιδέα του μαρξικού- λενινικού σοσιαλισμού, που ήταν στο DNΑ της κομμουνιστικής του ταυτότητας. Στο σημείο αυτό αξίζει νομίζω να παραθέσω την «τελική» εκτίμηση του Χούσαρ Τίμπορ, του συγγραφέα του δίτομου έργου Kádar János. Πολιτική βιογραφία. Γράφει λοιπόν ο Χούσαρ. Ο Μπρεχτ στο έργο του Ο κανόνας λεει τα εξής: «Η αρετή εκείνου που αγωνίζεται για τον κομμουνισμό είναι μία, ότι αγωνίζεται για τον κομμουνισμό. Η ιστορία του Κάνταρ είναι περισσότερο δραματική γιατί ο αγώνας για την ιδέα δεν σκότωσε μέσα του την αίσθηση του πραγματικού. Αυτό για έναν πολιτικό είναι αυτονόητο. Όμως , δεν ήταν αυτονόητο στην Ανατολική Ευρώπη η οποία ήταν επιβαρημένη από τη σοβιετική αυτοκρατορική πολιτική με τις άλυτες αντιφάσεις του δίπολου» ιδεατού και πραγματικού.*

----------------------------------------

* Χούσαρ,όπ. π.σελ. 336.

(Συνεχίζεται)