ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΕΣΗ

Θανάσης Βακαλιός,

ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΕΣΗ

Στο στερέωμα της αναζήτησης

Eδω και 40 χρόνια (από τη διάσπαση του ΚΚΕ) εκκρεμεί η επεξεργασία πολιτικά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά λειτουργικής προγραμματικής πρότασης της Αριστεράς η οποία σε μια πρώτη φάση μπορεί κατ αρχήν να γίνει αποδεκτή ως βάση της αναγκαίας συσπείρωσης των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων και μαζί ως «μέσο» για τη αντιμετώπιση του φαινομένου της γενικευμένης δυσπιστίας ή και αδιαφορίας ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων (κυρίως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) αναφορικά με την πολιτική λειτουργικότητα του ανατρεπτικού λόγου της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού, ακόμα και στις χώρες της Ευρώπης με επαναστατική και αριστερή εν γένει παράδοση.

Η αποτυχία του σταλινικού σοσιαλιστικού πειράματος, καθώς και του μπερνσταινικού σοσιαλδημοκρατικού, αλλά και η αποτυχία στην πράξη του καινοτομικού ευρωκομμουνισμού ( με καταλυτική την αυτοκαταστροφική επίπτωση της πολιτικής επιλογής του «ιστορικού συμβιβασμού»),στρέφει τη σκέψη στην αναζήτηση άλλων προτάσεων, επινόησης άλλων θεωρητικών σχημάτων, που η συγκεκριμένη τους έκφραση θα μπορούσε να δώσει ένα σύγχρονο και πολιτικά λειτουργικό περιεχόμενο στις ριζοσπαστικές ιδέες και στόχους της Αριστεράς, ικανό να σπάσει το φράγμα που, μετά την κατάρρευση της ΣΕ, έχει δημιουργηθεί στη συνείδηση ευρύτερων λαϊκών μαζών με αριστερές ευαισθησίες, αλλά και μεγάλου τμήματος της προοδευτικής διανόησης, σχετικά με τη δυνατότητα κατάργησης του καπιταλισμού. Η πρόθεση αυτή, εκτιμώ ότι υποκρύπτεται στο κείμενο του Γιάννη Δραγασάκη με τον τίτλο «Από την κρίση του νεοφιλευθερισμού σε μια νέα οικονομία των αναγκών και των συλλογικών αγαθών» (Η Αυγή,28. 12. 2008).

Πρόκειται βέβαια για πρόθεση η οποία τροφοδοτεί έναν θεωρητικό προβληματισμό (και τροφοδοτείται από αυτόν)στον πυρήνα του οποίου είναι η σκέψη ότι με δεδομένο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που βασίζεται στην αρχή του υπερκέρδους, είναι δυνατή η ανάπτυξη ενός άλλου τρόπου παραγωγής (καθώς και ενός άλλου τρόπου ζωής), που σκοπό έχει την ικανοποίηση των «ώριμων» κοινωνικών και συλλογικών αγαθών που «λειτουργούν εκτός της αγοράς και της λογικής της» (βλέπε συνέντευξή του στην Αυγή, 8.2.2009). Στη βάση αυτή είναι δυνατή, λέει ο Δραγασάκης, η ανάπτυξη μιας νέας οικονομίας. Αυτή η «νέα οικονομία» θα είναι ικανή να λειτουργήσει ανταγωνιστικά στην οικονομία του κέρδους, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη δρομολόγηση της διαδικασίας του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτό βέβαια προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων υπέρ της Αριστεράς, που πετυχαίνετε με την προβολή προς τις μάζες αυτής της «νέας» σκέψης. Η επιλεκτική αναφορά στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου όπου ο Μαρξ μιλά, κάπου, για αυτοαναιρέσεις του καπιταλισμού μέσα στον καπιταλισμό, σκοπό έχει την θεωρητική μαρξιστική «νομιμοποίηση» αυτής της σκέψης - πρότασης.

Υποστηρίζεται λοιπόν ότι στον καπιταλισμό είναι δυνατή η λειτουργία δυο διαφορετικών οικονομιών. Η οικονομία που λειτουργεί με βάση τη λογική του κεφαλαίου και η οικονομία που λειτουργεί με βάση τη «λογική του κόσμου της εργασίας». Η δεύτερη αναιρεί την πρώτη και αποτελεί τη βάση της σοσιαλιστικής οικονομίας η οποία θα αντικαταστήσει την οικονομία του καπιταλισμού.

Ο συλλογισμός που οδηγεί σ αυτή τη σκέψη αποκτά μεγαλύτερη φραστική σαφήνεια, στο άρθρο του Ευκλείδη Τσακαλώτου «Η οικονομία των αναγκών» : μια έννοια –κλειδί (Η Αυγή,14.6.2009) το οποίο, όπως λέει, «προέρχεται από μια συλλογική δουλειά, από ένα εργαστήρι για την οικονομία των αναγκών που οργάνωσε το Τμήμα Θεωρίας του ΣΥΝ.», προσθέτοντας ότι στο άρθρο αυτό έχει προσπαθήσει να ενσωματώσει τις ομιλίες ή παρεμβάσεις του Γιάννη Δραγασάκη, του Χάρη Γολέμη, του Λάκη Δεδουσόπουλου, του Γιώργου Ιωαννίδη, του Νάσου Ηλιόπουλου, του Τάσου Κυπριανίδη, του Χρήστου Λάσκου, του Αριστείδη Μπαλτά, του Στέλιου Μπαμπά, του Χριστόφορου Παπαδόπουλου, του Μιχάλη Σπουρδαλάκη και άλλων που συμμετείχαν στο εργαστήρι. *

Όταν το ερώτημα γίνεται θέση

Σε διάκριση με το άρθρο του Δραγασάκη το οποίο είναι γραμμένο κατά τρόπο που πολλά από τα ζητήματα που θίγει θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως υπόθεση εργασίας για τη μελέτη τους, το άρθρο του Τσακαλώτου είναι γραμμένο κατά τρόπο σα να είχαν μελετηθεί από τους συμμετέχοντες στην παραπάνω συνάντηση όλα τα συναφή με το κύριο θέμα, την «οικονομία των αναγκών», ζητήματα, , καταλήγοντας σε θέσεις στρατηγικής σημασίας για την Αριστερά- συνοδευόμενα, όπως είθισται, από την απαραίτητη θεωρητική και πραγματολογική τεκμηρίωση. Έτσι το στοιχείο της αμφιβολίας που χαρακτηρίζει κάθε επιστημονική υπόθεση εργασίας μετατρέπεται σε βεβαιότητα, σε θέση. Η θέση όπως καταλαβαίνει ο καθένας είναι η τελείωση του ερωτήματος, είναι η άρση της αμφιβολίας που υποκρύπτει το ερώτημα. Η αμφιβολία που υπάρχει σε κάθε ερώτημα γίνεται βεβαιότητα.

Τα κείμενο του Τσακαλώτου δημιουργεί σειρά ερωτημάτων τα οποία δεν είναι δυνατό να αναπτυχθούν στο παρόν άρθρο, πολύ λιγότερο δυνατή είναι η ανάλυση εννοιών που αφορούν το κοινωνικό, το οικονομικό, αλλά και το ανθρωπολογικό πρόβλημα των αναγκών όπως η έννοια λογική των αναγκών, λογικές ανάγκες, βασικές ανάγκες, πραγματικές ή αληθινές, πλαστές ή ψεύτικες ανάγκες, αυθεντικές ανθρώπινες ανάγκες, ριζικές ανάγκες (Χέλλερ) , «ανάγκη ως σκοπός» και «ανάγκη ως έλλειψη» (Χέλλερ) κλπ. Αυτό απαιτεί ειδική μελέτη την οποία, εξάλλου, σκοπεύω να ετοιμάσω για κάποιο θεωρητικό περιοδικό. Όσα θα πω λοιπόν στη συνέχεια σκοπό έχουν να λειτουργήσουν ως έναυσμα για την αναγκαία συζήτηση των «θέσεων» που αναπτύσσονται ή απλώς θίγονται στα εν λόγω άρθρα σε επιστημονική ημερίδα στην οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η παρατήρηση του Ιγκνάσιο Ραμονέ περί της «κρίσης σαφήνειας νοημάτων». Η ημερίδα αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις «θέσεις» των δυο άρθρων ως ερωτήματα- προβλήματα προς μελέτη. Η μετατροπή των ερωτημάτων αυτών σε θέσεις καθοριστικής σημασίας για την διαμόρφωση της στρατηγικής της Αριστεράς, όπως ισχυρίζεται στο άρθρο του ο Τσακαλώτος, οδηγεί τη σκέψη και μαζί την πολιτική πράξη σε αδιέξοδα. που μας απομακρίνουν από το πραγματικό πρόβλημα. Αυτό πιστεύω θα φανεί από τα ακόλουθα :

-------------------------
* Ενδιαφέρει, πιστεύω, να πω ότι στη συνάντηση αυτή δεν έχω κληθεί να πάρω μέρος, αν και δεν έχω παραιτηθεί από μέλος του Τμήματος Θεωρίας του ΣΥΝ!.

------------------------

Δυο αντίπαλες λογικές στο θέμα των αναγκών. Ενοιολογική ασάφεια

Στο άρθρο του Τσακαλώτου υποστηρίζεται ότι στον καπιταλισμό λειτουργούν δυο διαφορετικές, δυο αντίπαλες λογικές στο θέμα των αναγκών της κοινωνίας και των ανθρώπων. Η λογική του κεφαλαίου και η λογική του κόσμου της εργασίας.«Στη λογική του κεφαλαίου οι ανάγκες δεν αποτελούν το στόχο, αλλά τα μέσα. .Ο στόχος είναι το κέρδος και η κυριαρχία του κεφαλαίου.... Η παραγωγή διαστρεβλώνεται για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες¨ των πλουσιότερων στρωμάτων. Περισσότερα καλλυντικά, κλπ.....» Για να θυμηθούμε και το κεντρικό πολιτικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολλών.
Στη λογική του κόσμου της εργασίας οι ανάγκες της κοινωνίας και των ανθρώπων δεν υποτάσσονται στη λογική του κέρδους, στη λογική της αγοράς. Στην κατηγορία αυτών των αναγκών ανήκουν πρωτίστως τα «συλλογικά αγαθά» (Δραγασάκης). Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην κατηγορία αυτή των αναγκών ανήκουν οι ανάγκες ενός αναπτυγμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, καθώς και ότι έχει σχέση με το οικολογικό πρόβλημα, αλλά και με τις ανάγκες για τις συνθήκες εργασίας ή και τον εργατικό έλεγχο των επιχειρήσεων..... Όλα αυτά μπορεί να τα εξασφαλίσει μια «νέα οικονομία», η «οικονομία των αναγκών», που λειτουργεί παράλληλα ή και σε αντιπαράθεση με την οικονομία της αγοράς.
Στο άρθρο του Γιάννη Δραγασάκη υπερέχει η πολιτική προσέγγιση των θεμάτων. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κάνει ένα βήμα παραπέρα. Επιχειρεί να δώσει το ταξικό θεωρητικό υπόβαθρο της στάσης της Αριστεράς στο θέμα των κοινωνικών αναγκών. «Ο στόχος της Αριστεράς, λέει, δεν μπορεί να είναι άλλος από τη διεύρυνση της λογικής του κόσμου της εργασίας, τη λογική αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών ....» .
Θα χρειαζόταν ειδική ανάλυση για την αποσαφήνιση των όρων «λογικές ανάγκες» και «κοινωνικές ανάγκες». Περιορίζομαι να πω ότι ο όρος «λογικές ανάγκες» χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς (τους όποιους πολιτικούς) που αδυνατώντας να ικανοποιήσουν τις εξαγγελίες ή και τις δεσμεύσεις τους απέναντι στο λαό (ακόμα και απέναντι στους ψηφοφόρους τους),μιλούν για μη ρεαλιστικές, μη λογικές ή και παράλογες απαιτήσεις Επικαλούμενοι, συνήθως, απρόβλεπτες καταστάσεις που καθιστούν αδύνατη την πραγματοποίηση των υποσχέσεών τους.. Εξάλλου, ποιος πολιτικός (ποιο κόμμα) μπορεί με απόλυτο τρόπο να εγγυηθεί ότι θα κάνει πράξη όλες τις εξαγγελίες του; Και δεν μιλώ εδώ για την εσκεμμένη προεκλογική δημαγωγία, αλλά και για εξαγγελίες που προκύπτουν από λαθεμένες εκτιμήσεις της οικονομικής πολιτικής και από τις απρόβλεπτες εξελίξεις που δημιουργούνται στο ιστορικο-πολιτικό ή και το ευρύτερο (παγκόσμιο στην εποχή μας) οικονομικό γίγνεσθαι. Ο χώρος του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού παρέχει στο θέμα αυτό ιδιαίτερα χρήσιμη εμπειρία και άφθονο ερευνητικό υλικό προς μελέτη από την Αριστερά.
Ακόμα θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος «λογικές ανάγκες» παραπέμπει σε μια κομφορμιστική αντίληψη περί των αναγκών, αφού προϋποθέτει την εκπόνηση ενός γενικού μοντέλου λογικών αναγκών, αρθρωμένο έστω με πληθυσμιακά ή άλλα κριτήρια, σε έναν κόσμο που η αναγκαία εξατομίκευσή τους διακρίνεται, διαχέεται ή και διακατέχεται, ούτως ή άλλως, από το υποκειμενικό στοιχείο, που, κατ αρχήν, δεν χωρά σε κανένα μοντέλο. Ωστόσο, η καταναλωτική κοινωνία με τα καταναλωτικά πρότυπα που διαθέτει και κατασκευάζει εθίζει τους ανθρώπους, όποιους και όπως μπορεί, με τους μηχανισμούς και τα μέσα καταναλωτικής χειραγώγησης στις επιλογές –προτιμήσεις που εντάσσονται στην επιχειρηματική λογική του κέρδους – με χαρακτηριστικό τον εθισμό στη μόδα, αλλά και στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, γενικότερα. Έτσι, που όταν μιλούμε για τις κοινωνικές ανάγκες ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούμε το ρόλο της καταναλωτικής και της ιδεολογικής χειραγώγησης, έργο της οποίας είναι η δημιουργία κοινωνικού κλίματος που «κάνει» (πείθει, εθίζει) τους ανθρώπους να αντιλαμβάνονται ή και να βιώνουν τις «περιττές» ανάγκες ως απαραίτητες (δηλαδή, λογικές) προκειμένου να τονίσουν την κοινωνικότητά τους. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που συνδέουν αυτές τις «περιττές» («ψεύτικες») ανάγκες με το προσωπικό τους κοινωνικό πρεστίζ.Αυτά είναι πολύ γνωστά πράγματα για τα οποία υπάρχει άφθονο ερευνητικό υλικό. Και είναι απορίας άξιο, το ότι αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται ωσάν το περιεχόμενο και η ερμηνεία τους να ανήκουν στον κόσμο του αυτονόητου.
«Κλείνοντας» αυτό το μέρος των παρατηρήσεών μου, θεωρώ αναγκαίο να πω – βασιζόμενος σε σοβαρή σχετική βιβλιογραφία, αλλά και στις δικές μου προσεγγίσεις του θέματος- ότι στην καταναλωτική κοινωνία του σύγχρονου καπιταλισμού δεν υπάρχουν περιττές, ψεύτικες ή παράλογες ανάγκες. Όλες οι ανάγκες της καταναλωτικές κοινωνίας είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, για τη λειτουργία και αναπαραγωγή του συστήματος εξουσίας του κεφαλαίου. Είναι πραγματικές ανάγκες. Με αυτή την έννοια είναι λογικές ανάγκες. Εδώ ισχύει με απόλυτο τρόπο η ρήση του Χέγκελ: λογικό είναι ότι είναι πραγματικό και πραγματικό είναι ότι είναι λογικό. Ο εθισμός των ανθρώπων στην αποδοχή αυτής της συνάρτησης (που είναι «χρήσιμο» να λειτουργεί στις συνειδήσεις και ως ειμαρμένη) είναι ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του χειραγωγικού ιδεολογικού κατεστημένου του σύγχρονου καπιταλισμού και των ιδεολογικών του ταγών- που συνήθως τους ονομάζουν πνευματικούς ταγούς. Το θέμα είναι μεγάλο και σύνθετο. Απλώς το θίγω χωρίς περεταίρω ανάλυση.
Με δεδομένο ότι η λογική του Κεφαλαίο έχει τα δικά της περιοριστικά όρια, είναι επόμενο να αδιαφορεί για ένα μέρος των αναγκών της κοινωνίας και των ανθρώπων, ή όταν και όπου αυτό δεν μπορεί να το πράξει, ευνουχίζει το πραγματικό τους περιεχόμενο και την κοινωνική τους λειτουργία ή/και επιδιώκει να τις εντάξει στη λειτουργία του.
Διανοητικό βραχυκύκλωμα;
Δεν έχω λόγους να πιστεύω ότι όλα αυτά δεν τα γνωρίζουν όσοι συμμετείχαν στο «Εργαστήριο» του Τμήματος Θεωρίας του ΣΥΝ στο οποίο αναφέρεται ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Το πιθανότερο είναι ότι είχαν εγκλωβιστεί στο αφηρημένο θεωρητικό σχήμα των δυο λογικών, το οποίο, εξάλλου, διέπει το κριτικό σκέλος της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας του Μαρξ, κυρίως στα Οικονομικά – Φιλοσοφικά χειρόγραφα, και στα έργα της περιόδου 1844-1848, αλλά, εν μέρει, και στον Τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Με βάση αυτή την θεωρητική παρακαταθήκη, αλλά και τη μεγάλη και σημαντική βιβλιογραφία που αναφέρεται στο φιλοσοφικό ερώτημα για τον αυθεντικό άνθρωπο, μπορεί να προχωρήσει κανείς στην κατασκευή του μοντέλου των αυθεντικά ανθρώπινων κοινωνικών αναγκών ή ακόμα και στην κατασκευή ενός αυθεντικά ανθρώπινου μοντέλου τρόπου ζωής.*
-------------------------
* Το φιλοσοφικό θέμα του αυθεντικού ανθρώπου με τις κοινωνιολογικές προεκτάσεις του το αναπτύσσω στα βιβλία μου Η Ιδανική και η πραγματική εικόνα του ανθρώπου (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1999), και Το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου (εκδόσεις Ψηφίδα, 2004).
---------------------------------
Πρόβλημα δημιουργείται όταν αυτό το θεωρητικό σχήμα εκλαμβάνεται ως άμεσο πλαίσιο αναφοράς για την πολιτική της Αριστεράς, ειδικότερα σε μη επαναστατικές περιόδους της ιστορίας, με αποτέλεσμα την αγνόηση του διαμεσολαβητικού παράγοντα της πραγματικότητας στη σχέση θεωρητικού μοντέλου, θεωρίας (ή οράματος) και πολιτικής πράξης. Σ αυτή την περίπτωση η διαλεκτική Εργασίας και Κεφαλαίου του Μαρξ που βρίσκεται στη βάση αυτού του θεωρητικού σχήματος αυτονομείται στη σκέψη και λειτουργεί ως παράγοντας που καθορίζει με άμεσο τρόπο την πολιτική της Αριστεράς , με αποτέλεσμα την απομάκρυνσή της όχι μόνον από την πραγματικότητα αλλά και από τον ιστορικό της στόχο.
Οφείλω να ομολογήσω ότι το κείμενο του Τσακαλώτου παρακολουθεί με συνέπεια το αφηρημένο θεωρητικό σχήμα που αναφέρεται στην αμοιβαία απορριπτική σχέση της λογικής του κεφαλαίου και της λογικής του κόσμου της εργασίας (και) στο θέμα των αναγκών – αγνοώντας, όμως, το ρόλο της καταναλωτικής και ιδεολογικής χειραγώγησης που ασκούν οι μηχανισμοί του συστήματος στον τρόπο σκέψης και ζωής των ανθρώπων γενικά , και στον τρόπο σκέψης και ζωής «του κόσμου της εργασίας»! Σύμφωνα με αυτό το αφηρημένο θεωρητικό σχήμα – με δεδομένο ότι Κεφάλαιο και Εργασία αποτελούν οργανικά στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος, του καπιταλισμού- θεωρητικά είναι δυνατή η σκέψη για τη δημιουργία, μιας άλλης οικονομίας, της «οικονομίας των αναγκών», σε αντιπαράθεση με την οικονομία της αγοράς, καθώς και η σκέψη ότι πάνω σ αυτή τη βάση είναι δυνατή η έναρξη της διαδικασίας του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού (Δραγασάκης).

Ο Τσακαλώτος στο άρθρο εξειδικεύει αυτή τη θέση του Δραγασάκη,λέγοντας ότι η ανάπτυξη της «οικονομίας των αναγκών» εντός του καπιταλισμού, «αναδεικνύει εναλλακτικούς δρόμους για την στρατηγική της Αριστεράς». Μάλιστα, την πάει πιο πέρα. Υιοθετεί τη νουθεσία του Michael Lebowitz Οικοδομίστε τον(σοσιαλισμό- Θ.Β.), τώρα! που συνειρμικά μας παραπέμπει στο Παπανδρεικό σύνθημα Σοσιαλισμός εδώ και τώρα, που ενθουσίασε και πολιτικά κέρδισε πολλούς αριστερούς. Όμως, στο υποκεφάλαιο Ανοικτά ερωτήματα, φαίνεται να μην δέχεται ανεπιφύλακτα τη θέση του Δραγασάκη, λέγοντας ότι «δεν ξέρουμε ακόμα κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει μια οικονομία χωρίς την αγορά» (η έμφαση από μένα- Θ.Β.). Είναι πρόδηλη νομίζω η λογική ανακολουθία. Η θέση γίνεται ερώτημα και το ερώτημα θέση.

... Και είναι να απορεί κανείς για την τόσο εύκολη, αβασάνιστη αποδοχή αυτής της «θεωρίας» από την ηγεσία του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για την άμεση πολιτική εφαρμογή της, με την υιοθέτηση του συνθήματος Για τις ανάγκες των πολλών ως κεντρικού πολιτικού συνθήματος στις πρόσφατες ευρωεκλογές, το οποίο σύνθημα, βέβαια, δεν λέει τίποτα για κανέναν, ενώ αφήνει ανοιχτά τα όρια ερμηνείας της λέξης ανάγκες (γενικά) αλλά και της λέξης «των πολλών». Ο καθένας μπορεί να εντάξει τον εαυτό του στους πολλούς ή μπορεί να μην θέλει να τον εντάξει. Αν, πάλι, η λέξη «οι πολλοί» αναφέρεται στον «κόσμο της εργασίας» τότε λογικά ακόμα και οι ανάγκες της εργασιακής ελίτ του συστήματος μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκουν στις «ανάγκες των πολλών». Αλλά τότε προς τι η άποψη – θέση για την «παραγωγική στρέβλωση» με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι «ανάγκες» (τα εισαγωγικά είναι του Τσακαλώτου- Θ.Β.) των πλουσιότερων στρωμάτων;... Πρόκειται για την παραβίαση του γενικού κανόνα της συγκεκριμένης πολιτικής, συναισθηματικής ή και ηθικής λειτουργικότητας του πολιτικού συνθήματος. Αυτό το γνωρίζουν οι πολιτικοί της Αριστεράς. Όμως, αν θα μπορούσε να το δεχτεί κανείς ως προεκλογικό σύνθημα, με κανέναν τρόπο δεν θα το δεχόταν ως σύνθημα στρατηγικής σημασίας της Αριστεράς, αφού η αποδοχή του, σ αυτό το επίπεδο, θα σήμαινε την αποδοχή ενός κόσμου των λίγων και των πολλών.

Δεύτερο μέρος

Μπορεί να λειτουργήσει μια οικονομία χωρίς την αγορά;

Τώρα, όσον αφορά το ερώτημα του Τσακαλώτου για το κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει μια οικονομία χωρίς την αγορά, η απάντηση από την ιστορία ήταν καταλυτική. Ένας από τους βασικούς λόγους αποτυχίας του σοσιαλιστικού εγχειρήματος ήταν ότι – παρά τη δεδομένη υπεροχή του καπιταλισμού στην παγκόσμια οικονομία , και στην λεγόμενη «οικονομική άμιλλα» με τον καπιταλισμό (με τις ΗΠΑ) που εξήγγειλε ο Νικήτα Χρουστσόφ- οι σοβιετικοί επέμειναν στην εφαρμογή της «οικονομίας των αναγκών», - όπως οι ίδιοι την αντιλαμβάνονταν- υποβαθμίζοντας καίρια ή παραγνωρίζοντας εντελώς το ρόλο της αγοράς ακόμα και ως κινήτρου για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Ελλείψει χώρου για την ανάπτυξη του θέματος επέλεξα να αναφερθώ στον Χόμπσμπομ ο οποίος θεωρεί ξοφλημένη την άποψη για την εφαρμογή ενός σχεδιασμένου σοσιαλισμού, «αμόλυντου από την επιδίωξη του κέρδους», και προσθέτει: « Κανένας δεν σκέφτεται σοβαρά την επιστροφή στα σοσιαλιστικά συστήματα σοβιετικού τύπου – όχι μόνον λόγω των πολιτικών ελαττωμάτων τους, αλλά και λόγω της αυξανόμενης βραδυπορίας και ανεπάρκειας των οικονομιών τους (η έμφαση από μένα – Θ.Β.) - ,αν και αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να υποτιμούμε τα εντυπωσιακά κοινωνικά και εκπαιδευτικά επιτεύγματά τους» (Έρικ Χόμπσμπομ: Ο σοσιαλισμός απέτυχε. Ο καπιταλισμός χρεοκοπεί. Και μετά; Η ΑΥΓΗ 5.7.2009).

Θα πρέπει υπαινικτικά να προσθέσω στα παραπάνω ότι η λογική της οικονομίας των αναγκών είχε αναχθεί από το Στάλιν σε βασικό νόμο της σοσιαλιστικής οικονομίας που με μεγαλύτερη ή μικρότερη συνέπεια επιδιώχθηκε να εφαρμοστεί σε όλες τις χώρες του σοσιαλισμού. Στο έργο του Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ (1952) μιλώντας για τα ουσιαστικά γνωρίσματα «του βασικού οικονομικού νόμου του σύγχρονου καπιταλισμού» τονίζει ως κύριο γνώρισμά του την εξασφάλιση του ανώτατου κέρδους. Αντίθετα, κατά το Στάλιν, κύριο γνώρισμα του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού είναι η «εξασφάλιση της ανώτατης ικανοποίησης των διαρκώς αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών όλης της κοινωνίας (η έμφαση από μένα- Θ.Β.) με την αδιάκοπη ανάπτυξη και τελειοποίηση της σοσιαλιστικής παραγωγής πάνω στη βάση της ανώτατης τεχνικής». Αυτός είναι ο «σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής».

Δεν είναι του παρόντος η κριτική του συλλογισμού που οδήγησε το Στάλιν στη διατύπωση αυτής της θέσης, με κύριο λάθος την πεποίθησή του για την ανωτερότητα της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, χωρίς τον ουσιαστικό ρόλο της αγοράς και του κέρδους. Ούτε η αναλυτική εκτίμηση για το κατά πόσο ήταν δυνατή η εφαρμογή αυτού του νόμου, αυτής της αρχής μπορεί να είναι έργο αυτού εδώ του άρθρου. Σημειώνω μόνον ότι υπάρχουν αξιόλογες μελέτες οι οποίες τεκμηριώνουν την άποψη, ότι με δεδομένη την συντριπτική υπεροχή του καπιταλισμού στην παγκόσμια οικονομία, ήταν αναπόφευκτη η αποτυχία αυτού του οικονομικού συστήματος.

Θα μπορούσε λοιπόν ο καθένας μας να αναρωτηθεί : αν το μοντέλο αυτό της οικονομίας των αναγκών απότυχε στη Σ.Ε. όπου είχε καταργηθεί όχι μόνον ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, αλλά και η ίδια η αστική τάξη, πως μπορεί να πιστεύει κανείς ότι είναι δυνατό σε μια καπιταλιστική χώρα να αναπτυχθεί μια οικονομία των αναγκών η οποία θα λειτουργεί ως το αντίπαλο δέος της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας της αγοράς και του κέρδους;

Πρόκειται για επινόηση που οι επιπτώσεις της στη σκέψη της Αριστεράς γίνονται περισσότερο αρνητικές όταν επιχειρείται η μαρξιστική θεωρητική επιβεβαίωσή της, με την επιλεκτική αναφορά σε μια σκέψη του Μαρξ για αυτοαναιρέσεις του καπιταλισμού μέσα στο καπιταλισμό, ωσάν να εκφράζει αυτή η σκέψη την πεμπτουσία της επαναστατικής του θεωρίας! Εξάλλου, θα άξιζε να έβλεπε κανείς όλο το συλλογισμό του Μαρξ, με τις συγκεκριμένες αναφορές, στον ανολοκλήρωτο Τρίτο τόμο του Κεφαλαίου(Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978, σελ. 551 – 557).

Η Αριστερά και τα κινήματα. Ποια κινήματα;

Κεντρικό ερώτημα που παρακολουθεί τα δυο κείμενα είναι το ερώτημα που αναφέρεται στο ρόλο των κινημάτων με δηλωμένη την αντικαπιταλιστική τους στάση, αλλά και τα κινήματα που από τη φύση τους λειτουργούν πέρα από τη λογική της αγοράς και του κέρδους το ερώτημα που αφορά κινήματα τα οποία από τη φύση τους λειτουργούν χωρίς ή πέρα από τη λογική της αγοράς και του κέρδους και τα οποία ενδιαφέρονται για τα συλλογικά αγαθά.

Κινήματα που μπορούν να ενταχθούν στη στρατηγική μετασχηματισμού είναι μαζί με το φεμινιστικό και το οικολογικό, τα κινήματα για τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, τον ελεύθερο χρόνο, την ποιότητα τροφίμων (!), την εκπαίδευση ως αυτοσκοπό (!), τη σχέση με το περιβάλλον. Αυτά τα κινήματα αμφισβητούν την ανάπτυξη «όπως αυτή νοείται από την κυρίαρχη ιδεολογία». Αποτελούν πεδίο υπέρβασης της «συντεχνιακής συνείδησης της εργατικής τάξης».Αναδεικνύουν «τον ενδιάμεσο και απόλυτα αναγκαίο κρίκο μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του κόσμου της εργασίας» (Τσακαλώτος). Δηλαδή έχουν από τη φύση τους στρατηγική σημασία για την Αριστερά.

Αυτά γράφονται χωρίς καμιά τεκμηρίωση, δημιουργώντας την εντύπωση του αυτονόητου. Ωστόσο, η συνολική κριτική εξέταση της δράσης αυτών των κινημάτων μπορεί να μας πείσει ότι πουθενά και με καμιά μορφή έκφρασής τους δεν λειτουργούν ως «ενδιάμεσοι κρίκοι....» και ως μορφές υπέρβασης της συντεχνιακής συνείδησης για την οποία γράφει ο Λένιν στο Τί να κάνουμε; Εξάλλου, συνειδητή επιδίωξη της αστικής τάξης είναι, εδώ και καιρό, ο ευνουχισμός της ριζοσπαστικής δυναμικής τέτοιων κινημάτων, ακόμα και η ένταξή τους συνολικά ή μέρους των επιδιώξεών τους στην προσπάθεια του ιδεολογικού κατεστημένου να φανεί ότι η αστική τάξη, το σύστημα ενδιαφέρεται πραγματικά για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στα οποία αναφέρονται αυτά τα κινήματα. Το θέμα μας παραπέμπει στο φαινόμενο του εθελοντισμού και στην λεγόμενη κοινωνία των πολιτών, που, σύμφωνα με το Στέργιο Μπαμπανάση, μαζί με την αγορά και το κράτος «αποτελούν βασικούς θεσμούς συντονισμού και ρύθμισης των οικονομικών δραστηριοτήτων στα σύγχρονα οικονομικά συστήματα».(βλέπε το άρθρο του Αγορά, Κράτος και Κοινωνία των Πολιτών στο περιοδικό Πολίτες, 26.6.2009) Θα πρέπει να πω ότι ο συγγραφέας του άρθρου αναφερόμενος στη «στενή σχέση αλληλεπίδρασης» αυτών των «τριών θεσμών», μιλά θετικά γι αυτή τη σχέση, μιλώντας συγχρόνως για τους διακριτούς τους ρόλους τους και για τις διαφορετικές λειτουργίες τους. Η κοινωνία των πολιτών, εξηγεί, «διαφέρει από την αγορά διότι δεν στηρίζεται στο κέρδος και σε άλλα επιχειρηματικά κριτήρια που χαρακτηρίζουν την αγορά Διαφέρει και από το κράτος διότι δεν στηρίζεται στη γραφειοκρατική ιεραρχία που χαρακτηρίζει το κράτος». Όμως δεν αρνείται την αγορά και το κράτος. Δεν αρνείται το οικονομικό σύστημα Αντίθετα, είναι οργανικό μέρος του ή , οφείλει να εξελιχθεί σε οργανικό μέρος του. Η κοινωνία των πολιτών «βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακή μορφή. Η δημιουργία της αποτελεί μια διαδικασία η οποία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί». Πάντως, εκτιμά ότι και από την ως τώρα λειτουργία της «αποδεικνύεται ένας χρήσιμος θεσμός ο οποίος ... συμβάλλει στην ικανοποίηση ορισμένων νέων αναγκών.... Το ζητούμενο είναι η δημιουργία μιας βέλτιστης ισορροπίας μεταξύ της αγοράς, του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών στο πλαίσιο μιας νέας μικτής (καπιταλιστικής – Θ.Β.) οικονομίας».

Ερώτημα : Είναι η κοινωνία των πολιτών και τα κινήματα που την πλαισιώνουν (με σημαντικότερες τις διάφορες ΜΚΟ- Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) ή μπορεί να αποτελέσει τον «ενδιάμεσο και απόλυτα αναγκαίο κρίκο μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του κόσμου της εργασίας;». Η απάντηση από μια συνολική μελέτη του ερωτήματος θα είναι μάλλον αρνητική. Σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμο να τεθεί το ερώτημα συγκεκριμένα : Μπορεί η Αριστερά να βάλει το δικό της αποφασιστικό στίγμα με σκοπό τη ριζοστικοποίηση των δράσεων της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών. Πως, με ποιο τρόπου ή τρόπους;

.... Η Εταιρία Νίκος Πουλαντζάς πριν από μερικά χρόνια είχε κάνει μια προσπάθεια για τη μελέτη του προβλήματος των κινημάτων. Το περιοδικό Πολίτες κάνει τη δική του προσπάθεια. Από την άλλη μεριά σοβαροί μελετητές εκφράζουν αμφιβολίες για τον όρο κοινωνία των πολιτών και για το ρόλο του συστήματος απέναντί της, απέναντι στις Μή Κυβερνητικές Οργανώσεις, και γενικότερα απέναντι στα κινήματα στα οποία αναφέρεται ο Τσακαλώτος στο άρθρο του.

Ο ρόλος των μηχανισμών ιδεολογικής χειραγώγησης

Κανείς δεν αμφιβάλλει για την συνειδητή προσπάθεια του συστήματος με σκοπό τον ευνουχισμό του όποιου ριζοσμαστισμού υπάρχει σ αυτά τα κινήματα. Ενδεικτικά αναφέρομαι στο ρόλο των μηχανισμών ιδεολογικής χειραγώγησης, που απλώνονται σχεδόν σε όλες τις μορφές αυτών των κινημάτων, με έμφαση στη διαμόρφωση του μοντέλου χρησιμοποίησης του ελεύθερου χρόνου από τους ανθρώπους, αλλά και στην ίδια την παιδεία- εκπαίδευση. Ποιες δυνατότητες έχει ή μπορεί να δημιουργήσει η Αριστερή παρέμβαση και με οποίους τρόπους στην ανάδειξη των ριζοσπαστικών στοιχείων που υπάρχουν ή μπορούν να αναπτυχθούν μέσα από αυτά τα κινήματα; Πρόκειται για ερώτημα που η απάντησή του απαιτεί πολυσύνθετη σταθερού χαρακτήρα διεπιστημονική έρευνα. Πάντως, η συνολική εμπειρία βεβαιώνει ότι το σύστημα με τους μηχανισμούς που διαθέτει φροντίζει συνειδητά για την σταθερή αναπαραγωγή της εξουσίας του κεφαλαίου. Το κάνει αυτό με επιτυχία, αξιοποιώντας τους μηχανισμούς που έχει αναπτύξει γι αυτό το σκοπό. Θα άξιζε να τεθεί το ερώτημα για το ρόλο που ενδεχομένως έχουν παίξει αυτοί οι μηχανισμοί στην αρνητική εξέλιξη του πολλά υποσχόμενου Ευρωπαικού Κοιννωικού Φόρουμ, ενός κινήματος με δηλωμένη την αντικαπιταλιστική του αιχμή.

Και είναι τουλάχιστον αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι με το λεγόμενο «συμμετοχικό προϋπολογισμό» και το βιομηχανικό ή οποιοδήποτε συναιτεριστικό κίνημα είναι δυνατή η ανάπτυξη μιας δεύτερης οικονομίας, είναι δυνατή η ανάπτυξη ενός άλλου(μη καπιταλιστικού) τρόπου παραγωγής και ενός άλλου(μη καπιταλιστικού) τρόπου ζωής. Ας μας πουν ο Γιάννης Δραγασάκης και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ποια εμπειρία ή έστω ποια δυναμική κάποιας τέτοιας εμπειρίας μπορεί να στηρίξει αυτή την υπόθεση, που και αυτή «βέβαια» εμφανίζεται ως θέση. Συνέβηκε αυτό στην συναιτερισμένη Δανία ή αλλού; Αυτό είναι βέβαια το σημαντικότερο πρόβλημα και στα δυο κείμενα. Αφορά το όλον και είναι αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως μια θεωρητική μαρξιστική προσέγγιση της πραγματικότητας.

Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει την κριτική αναφορά και για τα «επιμέρους». Ενδεικτικά: που βασίζεται ο Τσακαλώτος όταν λέει ότι είναι δυνατό να λειτουργήσει στον καπιταλισμό η «εκπαίδευση ως αυτοσκοπός»; Αλλά, ας πάμε το ερώτημα και παραπέρα. Είναι δυνατό με δεδομένη την καθοριστική υπεροχή του καπιταλισμού στην παγκόσμια οικονομία, αλλά και στον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, να μπορεί να λειτουργήσει μια σοσιαλιστική οικονομία, ένα σοσιαλιστικό κράτος με μια εκπαίδευση αυτοσκοπός; Αδιάφορη για την κάλυψη της παραγωγής και της διοίκησης με ανάλογα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό; Κι ύστερα δυσανασχετούμε όταν μας λένε αιθεροβάμονες. Κι ακόμα: Από που προκύπτει ότι «ο κόσμος της εργασίας δεν έχει μόνον ανάγκη για μεγαλύτερο μισθό, αλλά (στον ίδιο βαθμό έχει ανάγκη – Θ. Β.) και για πολιτιστικά αγαθά»;

Στη γενικότητά της αυτή η διατύπωση αφορά όλες τις χώρες – και αυτό είναι ένα πρόβλημα-, επομένως αφορά και τη χώρα μας. Όμως αρκεί να ρίξει κανείς μια πρόχειρη ματιά στις (λίγες) μελέτες – έρευνες που υπήρξαν για τον ελεύθερο χρόνο και τον τρόπο ζωής των Ελλήνων για να διαπιστώσει ότι τα «πολιτιστικά αγαθά» είναι στην τελευταία θέση των προτιμήσεων των εργαζομένων ή δεν υπάρχουν καθόλου. Φαντάζομαι ότι και σ αυτή την περίπτωση ο όρος «έχει ανάγκη» αναφέρεται σε ένα μοντέλο αναγκών που στον ελεύθερο χρόνο κάνουν τον άνθρωπο πλούσιο – στο πνεύμα που ο Μαρξ μιλά στα Οικονομικά- φιλοσοφικά Χειρόγραφα, για τον «πλούσιο άνθρωπο». Το συνδέει όμως αυτό ο Μαρξ με το μοντέλο της δικής του κομμουνιστικής κοινωνίας. Ερώτημα: είναι αυτό δυνατό στον καπιταλισμό; Η απάντηση βέβαια είναι : ΟΧΙ. Ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη το ρόλο της «καταναλωτικής κοινωνίας», που είναι οργανικό στοιχείο του σύγχρονου καπιταλισμού. Όμως για την Αριστερά η πολιτιστική καλλιέργεια του λαού είναι (πρέπει να είναι ) στις πρώτες προτεραιότητες της δράσης της. Τί έχει κάνει ως τώρα ο Συνασπισμός γι αυτό; Θα πρέπει βέβαια να πω ότι αφήνει περιθώρια (μικρής έστω) αισιοδοξίας το γεγονός ότι πρόσφατα οργάνωσε (πρόχειρα, πάντως) ημερίδα με θέμα : Η Αριστερά συζητά για τον πολιτισμό, όπου θίχτηκε και το ζήτημα της συντονισμένης ουσιαστικής αριστερής παρέμβασης στον πολιτισμό.

Η παρέμβαση της Αριστεράς στον πολιτισμό, στην πολιτιστική ζωή της χώρας, προϋποθέτει, βέβαια, την πολυεπίπεδα αρθρωμένη πολιτιστική εικόνα τις κοινωνίας και μαζί την ερευνητική παρακολούθηση της διαμόρφωσης και της αλλαγής των πολιτιστικών ενδιαφερόντων των κοινωνικών στρωμάτων. Και για το θέμα αυτό ισχύει μια απαράβατη αρχή για την παρεμβατική προσπάθεια της Αριστεράς στο ιστορικο-κοινωνικό γίγνεσθαι: Πριν προχωρήσουμε σε θέσεις παρεμβατικού χαρακτήρα θα πρέπει να γνωρίζουμε την πραγματικότητα. Δεν μπορείς να αλλάξεις μια πραγματικότητα που δεν γνωρίζεις.


Εν κατακλείδι : ..... Η διαλεκτική της ταξικής συγκρουσιακής σχέσης Εργασίας και Κεφαλαίου αποτελεί το γενικό θεωρητικό πλαίσιο για την αποσαφήνιση των αρχών της Αριστεράς και του τρόπου πραγματοποίησης του στρατηγικού της στόχου, αλλά και της στοιχειοθέτησης του μοντέλου σοσιαλιστικής κοινωνίας στην οποία στοχεύει. Πάνω σ αυτή τη βάση αποκτά ριζοσπαστικό περιεχόμενο η προσπάθεια διεύρυνσης της επιρροής της στις λαϊκές μάζες και σε όλους όσοι εναντιώνονται στον καπιταλισμό, με σκοπό την ουσιαστική συμμετοχή τους στη διαδικασία πραγμάτωσης των μεσοπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων στόχων της. Η μετουσίωση αυτής της θέσης σε λειτουργικό πολιτικό λόγο και σε πολιτική πράξη είναι το ζητούμενο για την εκάστοτε ηγεσία της Αριστεράς.




Θ. Βακαλιός

Το θέμα της ιδιοκτησίας και της αγοράς στην αντίληψη της Αριστεράς για το σοσιαλισμό (δημοσιεύεται στο 31-ο τεύχος του περιοδικού Διάπλους)

Η κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής (αλλά και των φυσικών εθνικών πόρων) ήταν μέχρι πρότινος για τη μαρξιστική Αριστερά αδιαπραγμάτευτη αρχή της αντίληψής της για το σοσιαλισμό, οριζόμενου ως την πρώτη φάση του κομμουνισμού, που καταργεί όλες τις μορφές της ατομικής ιδιοκτησίας.

Αυτή η επιγραμματική διατύπωση, μολονότι είναι σαφής για όσους είναι μυημένοι στο μαρξισμό, χρειάζεται κάποιες κρίσιμες διευκρινήσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με το κλίμα αβεβαιότητας ή και επιστημονικής αφερεγγυότητας για τις μαρξιστικές αλήθειες που δημιούργησε για πολλούς η αποτυχία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος στη Σοβιετική Ένωση και στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Στην υποβάθμιση ή και στην εκμηδένιση του ρόλου της κοινωνικής ιδιοκτησίας στη συνείδηση μεγάλου μέρους της Αριστεράς, κυρίως των οικονομολόγων, συνέβαλε και η διαδεδομένη άποψη ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο είναι ο κατεξοχήν αποτελεσματικός συντελεστής της δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς την οποία η υπόθεση του σοσιαλισμού, τουλάχιστον για την ιστορική φάση που διανύουμε, είναι αμφίβολη έως αδιανόητη. Μιλώ εδώ για τους αριστερούς μελετητές που βρίσκονται πέρα από την παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά, που πιστεύουν στην αναγκαιότητα της ιστορικής υπέρβασης του καπιταλισμού, πιστεύουν στο σοσιαλισμό – τον οποίο, όμως, συνήθως αδυνατούν να τον προσδιορίσουν. Απορρίπτουν τον σταλινικής υφής υπαρκτό σοσιαλισμό, χωρίς να μπορούν, να βάλλουν στη θέση του έναν άλλο σοσιαλισμό, ένα άλλο θεωρητικά θεμελιωμένο μοντέλο σοσιαλισμού. Μένουν μόνον κάποιες αρχές (και κάποιες αξίες) του όρου σοσιαλισμός, χωρίς να δίνεται έμφαση στην αρχή της κοινωνικής ιδιοκτησίας ή χωρίς να γίνεται καν αναφορά σε αυτήν. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον όρο αγορά – από την ανάποδη. Ενώ στον κλασικό μαρξισμό η αγορά είναι υποβαθμισμένη ή δεν υπάρχει καθόλου ως συντελεστής που διέπει το σοσιαλισμό, στην «σύγχρονη» αριστερή σκέψη υπερτονίζεται η σημασία της και θεωρείται ως διαχρονική. Έτσι που είναι πλέον αδιανόητο να μιλά κανείς για κοινωνία του μέλλοντος χωρίς τον κεντρικό ρόλο της αγοράς στην λειτουργία της οικονομίας.(1)

Η επικράτηση αυτής της άποψης σε πρώην αλλά και σε νυν μαρξιστές “νομιμοποιεί” μη μαρξιστές θεωρητικούς να μιλούν για την «επόμενη κοινωνία» η οποία «είναι σίγουρο» ότι «δεν θα είναι μια μαρξιστική κοινωνία». Αυτή η «νέα κοινωνία» θα είναι «τόσο μια κοινωνία μη-σοσιαλιστική όσο και μια μη-καπιταλιστική κοινωνία», στην οποία βέβαια «η αγορά θα παραμείνει σίγουρα ο πραγματικός συντελεστής ολοκλήρωσης της οικονομικής δραστηριότητας». (2)

Υπάρχει όμως και ένας άλλος συλλογισμός που συνδράμει στην απόρριψη της μαρξικής ιδέας για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Είναι γνωστό ότι στην αντίληψη του Μαρξ η αναγκαιότητα για τον κομμουνισμό συνδέθηκε με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας ως μορφής αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου, ενώ η κοινωνική ιδιοκτησία ερμηνεύτηκε ως η βάση της κοινωνικής του χειραφέτησης – με δεδομένη την αυθεντική πολιτισμική εξέλιξη της κοινωνίας. Αυτή η ιδέα ενσωματώθηκε στην ιδεολογία ενός καθεστώτος, του σταλινικού, που παρήγαγε το φαινόμενο της αλλοτρίωσης και μάλιστα στις πιο ακραίες μορφές της, που είχαν να κάνουν με το φαινόμενο της βαρβαρότητας. Το καθεστώς στην προσπάθειά του για την εξασφάλιση της απόλυτης προσαρμογής και υποταγής όλων στη θέληση της κεντρικής εξουσίας, στη θέληση του αρχηγού του κόμματος και της χώρας, του Στάλιν, εφάρμοσε μια πρακτική διώξεων ακόμα και μελών της ηγεσίας του κόμματος με κατάληξη, συχνά, τη φυσική εξόντωσή τους. Το καθεστώς αυτό μετά τη διάλυση της Σ.Ε., χαρακτηρίστηκε ως «απεχθές». Η απόρριψή του ήταν επόμενο να είναι συνολική.

Έτσι, για όσους απέρριψαν συνολικά το σταλινικό καθεστώς ως απεχθές , δίνοντας έμφαση στα ακραία φαινόμενα της αλλοτρίωσης, στα φαινόμενα κατάφορης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ήταν ζήτημα απλής λογικής μετάθεσης της απορριπτικής κριτικής τους και στην μαρξική ιδέα κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας, καθώς και της αγοράς. Αφορά αυτό εκείνους που ταύτισαν το μαρξιστικό σοσιαλισμό με το σταλινικό σοσιαλισμό και το μαρξισμό με το «σοβιετικό μαρξισμό», δεχόμενοι ως ιστορικά δικαιωμένο πλαίσιο αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα τη σύγχρονη αστική δημοκρατία, με την πλέον προωθημένη μορφή της- την σοσιαλδημοκρατική παραλλαγή του λεγόμενου «εξανθρωπισμένου καπιταλισμού». (3)

Από την άλλη μεριά είναι αρκετά διαδεδομένο στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς το επιχείρημα ότι η κατάρρευση της Σ.Ε. οφείλεται στην απόκλιση του ΚΚΣΕ από το μαρξιστικό υπόδειγμα, ή στην αδυναμία του να εφαρμόσει το μαρξιστικό υπόδειγμα, γνώρισμα του οποίου είναι η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, η κατάργηση της αγοράς, του νόμου της αγοράς και του νόμου της αξίας, που αποτελούν την προϋπόθεση και τη βάση για την καταξίωση του εργαζόμενου, την καταξίωση του ανθρώπου μέσα από την εργασία και μέσα από τους θεσμούς της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, που του εξασφαλίζουν την αυτόνομη παρέμβαση στο κοινωνικό-ιστορικό γίγνεσθαι.

Λογική συνέπεια αυτής της άποψης είναι η απόρριψη του σημαντικότερου, κατά τη δική μου εκτίμηση, πορίσματος το οποίο προκύπτει από την ιδεολογικά αμερόληπτη μελέτη της συνολικής ιστορικής εμπειρίας και το οποίο συμπυκνώνεται στη διαπίστωση ότι με δεδομένο τον δυσμενή για το σοσιαλιστικό χώρο διεθνή – παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων κυριότερη αιτία της αποτυχίας του ιστορικού σοσιαλιστικού εγχειρήματος ήταν η απροθυμία και η αδυναμία των κομμουνιστικών κομμάτων, που ασκούσανε μονοπωλιακά την εξουσία, να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν ένα αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο συνδυάζει το σχέδιο(την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία) με την αγορά. Δεν είναι του παρόντος να αναφερθώ αναλυτικά στις σχετικές μελέτες και συζητήσεις. Περιορίζομαι να πω ότι από αυτή την άποψη η ουγγρική εμπειρία, αλλά και ο ουγγρικός προβληματισμός είναι ότι σημαντικότερο έχει να παρουσιάσει η μαρξιστική σκέψη και ανάλυση γι αυτό το θέμα. (4)

Εξάλλου, η δογματική εμμονή στην άποψη που αντιδιαστέλλει κατά έναν απόλυτο τρόπο το σοσιαλισμό στην ατομική ιδιοκτησία (σε κάθε μορφή ατομικής ιδιοκτησίας) και στην αγορά οδήγησε στην πλήρη υποβάθμιση της σημασίας που έχει η εμπειρία (και το πνεύμα) της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (της γνωστής ΝΕΠ) που εισήγαγε ο Λένιν το 1921 στην οικονομία της χώρας για την περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αλλά και για την οικοδόμηση ενός οικονομικά, επομένως και ιστορικά λειτουργικού μοντέλου σοσιαλισμού. Θα πρέπει να πω ότι η ιδεολογική κωδικοποίηση της ΝΕΠ ως «προσωρινής υποχώρησης» έναντι της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσε το κόμμα την περίοδο του «πολεμικού κομμουνισμού», έχει περάσει σε όλη τη σχετική βιβλιογραφία των κομμουνιστικών κομμάτων, που αποδέχτηκαν το βιβλίο Ιστορία του ΚΚΣΕ (Μπ.), το οποίο γράφτηκε υπό την επίβλεψη του Στάλιν, σύμφωνα με την οποία η επιλογή της ΝΕΠ δεν σήμαινε ότι ο Λένιν είχε εγκαταλείψει την αντίληψη η οποία επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί την περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού. «Ο πολεμικός κομμουνισμός – γράφουν οι συντάκτες της «Ιστορίας….. - ήταν μια προσπάθεια να καταληφθεί εξ εφόδου, με κατά μέτωπο επίθεση , το φρούριο των κεφαλαιοκρατικών στοιχείων στην πόλη και στο χωριό. Στην επίθεση αυτή το κόμμα έτρεξε πολύ μπροστά και κινδύνευσε να αποκοπεί από τη βάση του. Τώρα ο Λένιν πρότεινε να κάνουμε λίγο πίσω, να υποχωρήσουμε προσωρινά πιο κοντά στα μετόπισθέν μας, να περάσουμε από την έφοδο σε μακρόχρονη πολιορκία του φρουρίου, για να συγκεντρώσουμε δυνάμεις και να ξαναπεράσουμε στην επίθεση».(5)

Αυτό και έκανε ο Στάλιν όταν έκρινε ( το 1927 -1928) ότι είχε φθάσει η ώρα το κόμμα να ξαναπεράσει στην επίθεση εφαρμόζοντας , στις νέες συνθήκες, το πνεύμα (ή και το γράμμα) του πολεμικού κομμουνισμού στην οικονομική πολιτική, με τις αναγκαίες προεκτάσεις και στους άλλους τομείς της ζωής. Ως τότε μαζί με τον Μπουχάριν υποστήριξε τη ΝΕΠ και εργάστηκε για την εφαρμογή της. (6)


Δεν είναι δουλειά μου εδώ να παρουσιάσω, ενδεικτικά έστω, τις διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με την αντίληψη του Λένιν για τη ΝΕΠ, τις εκτιμήσεις που αναφέρονται στην εφαρμογή της στη Ρωσία, και στις συζητήσεις για τη σημασία αυτής της εμπειρίας σε άλλες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, κυρίως στην Ουγγαρία, μετά το 1960, αλλά και στην Πολωνία, καθώς και στις συζητήσεις για την εφαρμογή του πνεύματος της ΝΕΠ στη Σοβιετική Ένωση, με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ηγεσία του κόμματος και του κράτους, ή στο ενδιαφέρον της κινεζικής ηγεσίας για την ουγγρική οικονομική μεταρρύθμιση. Όλα ζητήματα με θεωρητικές προεκτάσεις.

Περιορίζομαι να πω ότι η αποτυχία του (θεωρητικά και πολιτικά –οικονομολογικά αθεμελίωτου, θα πρέπει να πω,) γκορμπατσοφικού εγχειρήματος εφαρμογής του λενινιστικού πνεύματος της ΝΕΠ στις νέες συνθήκες, λειτούργησε, σε κάποιους, ως «απόδειξη» για το ασυμβίβαστο σχεδίου και αγοράς στο σοσιαλισμό, και μαζί ως επιβεβαίωση της άποψης ότι η απόκλιση από τις υποδείξεις του Μαρξ οδηγεί νομοτελειακά στην αναίρεση του όποιου εγχειρήματος για τη εφαρμογή ενός διαφορετικού μοντέλου σοσιαλισμού – από εκείνο το οποίο σε πολύ γενικές γραμμές σκιαγράφησε ο Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», με κεντρική ιδέα την κατάργηση της εξουσίας του κεφαλαίου, την οικοδόμηση ενός οικονομικού συστήματος κοινωνικής ιδιοκτησίας με πολλές μορφές έκφρασης, και με κοινωνικά και πολιτιστικά λειτουργική τη μαρξική πρόταση κομμουνιστικής κοινωνίας, βασικά στοιχεία της οποίας εφαρμόζονται στο σοσιαλισμό.

Και για να μην θιγεί η εικόνα του Λένιν του Κράτος και Επανάσταση, όπου υιοθετείται ακέραια το μοντέλο του Μαρξ για τον σοσιαλισμό, αποσιωπάτε το γεγονός ότι ο Λένιν προχώρησε στην πρόταση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (της ΝΕΠ) υπερβαίνοντας αποφασιστικά την δογματική αντιμετώπιση αυτής της θεωρητικής παρακαταθήκης του Μαρξ. Αυτό μπόρεσε να το κάνει γιατί στην πολιτική σκέψη του και στην επαναστατική κοινωνική φιλοσοφία του είχε ως γνώμονα την ιστορικά επιβεβαιωμένη αλήθεια ότι ο μαρξισμός της Αριστεράς κρίνεται από την ικανότητά της να εκφράζει την υπερβατική δυναμική της εκάστοτε κοινωνικό-ιστορικής πραγματικότητας, του εκάστοτε συσχετισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε εθνικό και σε διεθνές ή παγκόσμιο επίπεδο – σε μια διαλεκτική αντίληψη που συνδυάζει στη σκέψη και στην πολιτική πράξη αυτές τις παραμέτρους.

Αυτό έκανε ο Λένιν όταν είχε επιλέξει τη Ρωσία ως τη χώρα η οποία με βάση την τότε ιστορική συγκυρία, τον τότε συσχετισμό δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην ίδια τη Ρωσία, προσφέρονταν για την έναρξη της επαναστατικής ανατρεπτικής διαδικασίας, σε μια αντίληψη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε θεωρητικό επίπεδο ο Λένιν δεν αμφισβήτησε την εφαρμοσιμότητα της μαρξικής πρότασης του σοσιαλισμού ως πρώτου σταδίου του κομμουνισμού, ως πρώιμου κομμουνισμού. Μίλησε μόνον για το ότι ο Μαρξ δεν έχει πει τίποτα το συγκεκριμένο για τους τρόπους οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Και για το λόγο αυτό, στη θεωρητική σκέψη και στην πολιτική πράξη λειτουργούσε με γνώμονα την αυτόνομη κριτική της πραγματικότητας από την οποία προέκυπτε και η στάση του απέναντι στη θεωρητική παρακαταθήκη του Μαρξ. «Εμείς –έγραφε με το πέρασμα στον 20-ο αιώνα- δεν βλέπουμε καθόλου τη θεωρία του Μαρξ σαν κάτι το τελειωμένο και μια για πάντα δοσμένο. Απεναντίας. Έχουμε την πεποίθηση πως η θεωρία αυτή έβαλε μόνον τους ακρογωνιαίους λίθους της επιστήμης εκείνης, που οι σοσιαλιστές έχουν χρέος να την προωθούν παραπέρα προς όλες τις κατευθύνσεις αν δεν θέλουν να μείνουν πίσω από τη ζωή».*( η έμφαση από μένα – Θ.Β.) (7)

Αυτή η θέση του Λένιν σημαίνει ότι για την αριστερή επαναστατική σκέψη δεν υπάρχουν ιδεολογικά και θεωρητικά θέσφατα, ότι «πιστός» στο Μαρξ και τον Λένιν (ή στη Ρόζα Λούξεμπουργκ για τους «λουξεμπουργκιανούς») είναι όποιος αντιμετωπίζει κριτικά το έργο τους, με γνώμονα τη θέση που με έμφαση διατυπώθηκε παραπάνω. Καμιά αλήθεια του Λένιν (ή και του Μαρξ) δεν είναι ανώτερη από την αλήθεια που εκφράζει την δυναμική της εκάστοτε κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας. Η ίδια η πραγματικότητα και οι τρόποι παρέμβασης της αριστεράς (αλλά και η αποτελεσματικότητα της παρέμβασής της) σ αυτή δικαιώνει ή αναιρεί – περισσότερο ή λιγότερο- τις αλήθειες του όποιου θεωρητικού και πολιτικού της αριστεράς, τις αλήθειες της αριστεράς ως συλλογικότητας. Αυτό βέβαια, δεν αφορά την κοινωνική φιλοσοφία και τη φιλοσοφική ανθρωπολογία του Μαρξ, που χιλιάδες φορές έχει επιβεβαιωθεί από την ιστορική πραγματικότητα. Πολύ λιγότερο αφορά την επαναστατική διαλεκτική μέθοδό του, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση μιας παραγωγικής κριτικής στο ίδιο το έργο της αριστεράς, στο επίπεδο της θεωρίας και της πολιτικής, με βάση πάντα την κριτική της πραγματικότητας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κριτική οπτική δεν ισχύει και σ αυτό το επίπεδο.

Το γεγονός ότι στα κομμουνιστικά κόμματα είχε επικρατήσει η δογματική στάση απέναντι στο έργο των κλασικών του μαρξισμού (που εξ ορισμού ακύρωνε τη διαλεκτική που δεσπόζει στο έργο τους) και μαζί η αποδοχή της πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας - θεωρίας του Στάλιν ( στο βαθμό που μπορεί να μιλήσει κανείς για λογικά συνεκτική θεωρία) ως το μέτρο του ορθού και του μη ορθού για την αριστερά σχετικά με τον τρόπο παρέμβασής της στην ιστορία, ειδικότερα το γεγονός ότι με βάση αυτή τη θεωρία οικοδομήθηκε ένα καθεστώς με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά (το οποίο όμως είχε μέσα του εγγενώς τα στοιχεία της αυτοάρνησής του) δεν δικαιολογεί την προσπάθεια ιστορικής δικαίωσης του σταλινισμού. Πράγμα το οποίο κάνει η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ με τις «Θέσεις» της για το σοσιαλισμό, επιχειρώντας με αυτή την ενέργεια να ανατρέψει το εμπειρικά δεδομένο γεγονός ότι η αποτυχία του ιστορικού σοσιαλιστικού εγχειρήματος δεν ήταν η απόκλιση από το σταλινισμό, αλλά η επικράτησή του στο ΚΚΣΕ και στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, στη σκέψη και στην πράξη. Προβαίνει σ αυτή την ενέργεια η Κεντρική Επιτροπή με σαφή στόχο την αναγόρευση του σταλινισμού, με τον πιο επίσημο τρόπο, σε δεσπόζουσα ιδεολογία του κόμματος, με την επίσημη καθιέρωση της πολιτικής φιλοσοφίας και πρακτικής του Στάλιν ως το κριτήριο για το τι είναι και τι δεν είναι επαναστατικό, με προεκτάσεις ακόμα και για το τι είναι και τι δεν είναι ηθικό για τον κομμουνιστή, γενικότερα για τον αριστερό επαναστάτη.(8)

Είναι άλλης τάξεως θέμα το γεγονός ότι η εξιδανικευμένη εικόνα του Στάλιν λειτούργησε ως σύμβολο στους σκληρούς αγώνες για το σοσιαλισμό, πολύ περισσότερο στους εθνικούς πατριωτικούς και μαζί αντιφασιστικούς αγώνες στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι αυτό «κάτι» που δεν πρέπει να το ξεχνάμε και που χρίζει ειδικής μελέτης. Ειδικής μελέτης χρίζει και το γεγονός ότι η ιδεολογική, ηθική και ψυχολογική εκμετάλλευση αυτής της σύναψης μπορεί, με την κατάλληλη μεθόδευση, να λειτουργήσει ανατροφοδοτικά στην προσπάθεια διατήρησης του σταλινισμού, με αγωνιστικά πρόσημα, ακόμα και σήμερα.

Επανερχόμενος στο ερώτημα για την προγραμματική λειτουργικότητα της μαρξικής πρότασης για το σοσιαλισμό θα πρέπει να πω ότι δεν υπάρχει η αναγκαία κρίσιμη μάζα ιστορικής εμπειρίας που θα επέτρεπε την αδιαμφισβήτητη καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό. * Αυτό, βέβαια,

-------------------------------------------
* Αντίθετα, η εμπειρία του επαναστατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος για το σοσιαλισμό- κομμουνισμό βεβαιώνει με τον πιο σαφή τρόπο την αλήθεια για την αποτελεσματική ιδεολογική, πολιτική και την αγωνιστική εν γένει λειτουργικότητα της μαρξικής πρότασης. Ειδικότερα σε καταστάσεις που ο καπιταλισμός δεν δίνει καμία απολύτως δυνατότητα εξόδου από την απύθμενη αθλιότητα των εργαζομένων, του λαού, πολύ περισσότερο σε καταστάσεις πολέμου, όταν η αναγνώριση της αλήθειας ότι ο καπιταλισμός είναι η πηγή και η αιτία του κακού (με τη συγκεκριμένη και τη γενική έννοια) συνοδεύεται από την αναγνώριση της ανάγκης για ριζική και ολική υπέρβασή του, όταν αυτή η ανάγκη βιώνεται στις συνειδήσεις ως καθολικό υπαρξιακό και μαζί ως ύψιστο ηθικό αίτημα και χρέος του καθενός. Αυτή ήταν η κατάσταση πριν, στη διάρκεια και αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που αποτέλεσε πρόσφορο κοινωνικό και ηθικό έδαφος για τη μετατροπή του μαρξικού ιδεολογικού λόγου, από το Λένιν και τους μπολσεβίκους, σε επαναστατικό πολιτικό λόγο και σε νικηφόρα επαναστατική ανατρεπτική πράξη -τη νίκη της οκτωβριανής επανάστασης.. Θα πρέπει βέβαια να πω ότι η νικηφόρα έκβαση της σοσιαλιστικής επανάστασης (με κύριο γνώρισμα την ανατροπή) δεν καθιστά βέβαιη τη νικηφόρα έκβαση της προσπάθειας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αυτό είναι τώρα πλέον μια αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια.

-----------------------------------------

αφορά στις συνθήκες που η υπεροχή του καπιταλισμού στο διεθνή και τον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης έναντι του σοσιαλισμού (έναντι των δυνάμεων που αγωνίζονται για το σοσιαλισμό) επιβάλλει την χρησιμοποίηση της αγοράς και του χρήματος, ως όρου για την αποτελεσματική λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας, με αναπόφευκτο σύνδρομο την ανάπτυξη κάποιων μορφών ατομικής ιδιοκτησίας – με δεδομένη, έστω, την κατάργηση της οικονομικής εξουσίας και δύναμης του κεφαλαίου σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, και την παράλληλη μέριμνα για την ολοσχερή κατάργησή του -στο βαθμό που ο συσχετισμός δύναμης θα αλλάζει αποφασιστικά υπέρ του σοσιαλισμού.

Η συνολική εμπειρία της ιστορίας του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν αφήνει περιθώρια για την αμφισβήτηση αυτής της αλήθειας. Το δεδομένο αυτό είχε υπόψη του ο Λένιν (μαζί με τα προβλήματα της χώρας : οικονομική δυσπραγία , λιμός σε ευρεία έκταση, ρήγμα στη σχέση εργατικής τάξης (κόμματος) και αγροτιάς, έλλειψη οικονομικών κινήτρων, κλπ) όταν, πιστός στην αρχή μελέτης της συγκεκριμένης πραγματικότητας (και όχι προσαρμογής της πολιτικής σε ιδεολογικές δεσμεύσεις),πρότεινε το σχέδιό του για την εφαρμογή Νέας Οικονομικής Πολιτικής, της ΝΕΠ. Δεν επιχείρησε να βρει κάποια βολική φράση του Μαρξ για να δικαιολογήσει αυτή την επιλογή του, όπως καθιερώθηκε να γίνεται από τους ιδεολόγους του σταλινισμού. Με δεδομένο ότι ο Μαρξ δεν είχε πει (και δεν είχε σκοπό να πει) τίποτα το συγκεκριμένο για τους τρόπους αντιμετώπισης συγκεκριμένων καταστάσεων από τους επαναστάτες του μέλλοντος ο Λένιν, αναφερόμενος στη ΝΕΠ έγραψε «…. Εμείς εδώ μόνοι μας πρέπει να επιχειρήσουμε να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας».(9)

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθώ στον τρόπο που ερμηνεύονταν θέσεις ή τοποθετήσεις του Λένιν που έκανε σε διάφορες στιγμές της ιστορίας της Σ.Ε. καλύπτοντας τις ιδεολογικές ή προπαγανδιστικές ανάγκες της στιγμής ή και θέσεις με θεωρητική σημασία τις οποίες δεν είχε τη δυνατότητα και το χρόνο να τις αναπτύξει παραπέρα και να τις ελέγξει, με την διεισδυτικότητα της λογικής που τον διέκρινε. Έτσι με τη μεθοδευμένη επανάληψή της, είχε εγγραφή στη συνείδηση του κόμματος και είχε χρησιμοποιηθεί από το κόμμα και από θεωρητικούς του μαρξισμού ως αξίωμα η θέση του Λένιν ότι «από το μικρό νοικοκυριό μέρα με τη μέρα γεννιέται ο καπιταλισμός», ενώ παράλληλα, ορθά, τονίζονταν μια άλλη καίριας σημασίας φράση του ότι η αδυσώπητη πάλη με τον καπιταλισμό θα κριθεί από την ανωτερότητα της παραγωγικότητας της εργασίας. Όπως και έγινε.

Αυτό βέβαια, μεταξύ άλλων, προϋπόθετε την εφαρμογή λειτουργικών κινήτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Το συνδυασμό υλικών και ηθικών κινήτρων που ήταν μέσα στη δυναμική της ΝΕΠ. Τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η εφαρμογή του πνεύματος και της πρακτικής του πολεμικού κομμουνισμού στη δεκαετία του 1930, συνδυάστηκε με την επαναφορά των ηθικών κινήτρων, έναντι των υλικών κινήτρων, τα οποία είχαν κάποια εφαρμογή στο βαθμό που εξυπηρετούσαν το σταχανοβικό κίνημα στα οποία υπερίσχυαν τα ηθικά κίνητρα. Αυτό πραγματοποιήθηκε σε ένα ιδεολογικό και ηθικό κλίμα ηρωισμού για τη «σοσιαλιστική δουλειά» - με τη διατήρηση ή και την ένταση του τευλορισμού στην παραγωγή. Η παραγωγικότητα της εργασίας στον τομέα της βιομηχανίας και των δομών της (υδροηλεκτρικοί σταθμοί κλπ) είναι σε υψηλά επίπεδα.

Η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, που συμβάλλει αποφασιστικά στην τεράστια ανάπτυξη στον τομέα της βιομηχανίας και της ενέργειας, αναδεικνύοντας τη Σ.Ε σε βιομηχανική χώρα, μαζί με την πρόοδο στον τομέα της εκπαίδευσης, εν μέρει και της τεχνολογικής έρευνας, ενίσχυσε την άποψη της ηγεσίας της χώρας για την πρωτοκαθεδρία των ηθικών κινήτρων, έναντι των υλικών κινήτρων. Η άποψη αυτή επικουρούμενη από τους μηχανισμούς της εργασιακής προπαγάνδας και από όλο το φάσμα των δομών της αγωγής (σχολείο, πιονιέροι, Κομσομόλ, Κόμμα,ΜΜΕ, κλπ.) που καλλιεργούσαν και πρόβαλλαν το ηρωικό πνεύμα για τη «σοσιαλιστική δουλειά», βρήκε ανταπόκριση σε ένα σημαντικό τμήμα των εργαζόμενων, για όλη την ιστορική, λεγόμενη, περίοδο της ιστορίας της Σ.Ε.

Με το πέρας της ηρωικής περιόδου στην ιστορία της Σ.Ε. στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η περίοδος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, αλλά και η περίοδος αποκατάστασης των τεράστιων ζημιών που προκάλεσε ο πόλεμος, όταν τα ηθικά κίνητρα λειτουργούσαν παραγωγικά, η αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζόμενων συνδέεται ολοένα και περισσότερο με το αίτημα για την καθιέρωση των υλικών κινήτρων, γενικότερα, συνδέεται με το αίτημα να αναπτυχθούν μηχανισμοί και να βρεθούν τρόποι συνδυασμού του κεντρικού σχεδιασμού με την αγορά στο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, που εξ ορισμού συμπεριλαμβάνει και την εισαγωγή των υλικών κινήτρων. Το σύστημα δεν μπόρεσε (και δεν θέλησε) να ανταποκριθεί σ αυτό το αίτημα. Αυτή η αδυναμία του συστήματος αποδείχτηκε αρνητική για την οικονομία της χώρας.Προδίκασε την έκβαση της λεγόμενης οικονομικής άμιλλας με τον καπιταλισμό και αποτέλεσε τη σημαντικότερη αιτία για την κατάρρευση της Σ.Ε.

Αυτή η εξέλιξη έδωσε τέλος στο ιδεολόγημα για την ανωτερότητα του σοσιαλισμού (για όσους ταύτιζαν το σοσιαλισμό με το σοβιετικό σοσιαλισμό) στον τομέα της παραγωγικότητας της εργασίας, επομένως και στον τομέα της τεχνολογίας και της επιστήμης- έρευνας. Για όλους αυτούς το υπόδειγμα του Μαρξ για την αναπτυξιακή δυναμική των σύγχρονων μέσων παραγωγής φαινόταν ότι δικαίωνε τον καπιταλισμό, την εξουσία του κεφαλαίου και όχι το σοσιαλισμό. Όλοι αυτοί ήταν εύκολο να καταλήξουν στο λογικό συμπέρασμα ότι παραγωγική είναι η εργασία που λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους και τις απαιτήσεις της οικονομίας της αγοράς.

Η κατάρρευση της Σ.Ε. και του υπαρκτού σοσιαλισμού ερχόταν να επιβεβαιώσει πανηγυρικά αυτή την «αλήθεια». Σε αυτό συνηγόρησε αντικειμενικά και η ίδια η «κομμουνιστική Κίνα», η Κίνα του μονοκομματικού συστήματος των κομμουνιστών. Η είσοδος του ξένου κεφαλαίου μαζί με την εισαγωγή στο σύστημα της οικονομίας της χώρας των νόμων και των μηχανισμών της αγοράς και του χρήματος έδωσαν τεράστια ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Φαινόταν ότι δεν χρειαζόταν άλλη επιβεβαίωση της άποψης ότι το σύστημα που βασίζεται στους νόμους της κεφαλαιοκρατικής αγοράς αποτελεί την μοναδική συνθήκη για την οικονομική ανάπτυξη. Ότι αυτή η «αλήθεια» είχε πλέον αποκτήσει το πλεονέκτημα της καθολικότητας, γι αυτό και πολιτογραφήθηκε στη σκέψη και τη θεωρία πολλών οικονομολόγων ως αξίωμα για την οποιαδήποτε αναπτυξιακή οικονομική πολιτική, με τις αναγκαίες προεκτάσεις και στην αναπτυξιακή κοινωνική πολιτική, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη φιλοσοφία του νεοφιλελευθερισμου. Αυτό σήμαινε ότι η κοινωνική πρόοδος είχε πάψει να συνυφαίνεται με το σοσιαλισμό που εφαρμόζει το μοντέλο μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας με κυρίαρχο τον δημόσιο τομέα και τον αποκλεισμό του κεφαλαίου ή «έστω» τον αποκλεισμό της κυριαρχίας του κεφαλαίου από την οικονομία της χώρας.

Όλα αυτά συνέτειναν στην υποβάθμιση της σημασίας του ζητήματος των σχέσεων ιδιοκτησίας
στη σκέψη της σύγχρονης μαρξιστικής αριστεράς για το σοσιαλισμό, στην υποβάθμιση ή και στην απόρριψη της θεωρητικής σημασίας του λενινιστικού υποδείγματος της ΝΕΠ, αλλά και στην υποβάθμιση ή και την πλήρη αγνόηση της πλούσιας εμπειρίας χωρών όπως η Ουγγαρία όπου σε θεωρητικό, αλλά και σε πρακτικό επίπεδο είχε προχωρήσει σημαντικά η προσπάθεια για την ανάπτυξη ενός οικονομικού συστήματος, με καθοριστικά τα σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, το οποίο συνδυάζει τον κεντρικό σχεδιασμό με την αγορά, αφήνοντας περιθώρια στη μικρή ατομική ιδιοκτησία, με την επισταμένη μέριμνα του συστήματος για τον αποκλεισμό της δυνατότητας ανάπτυξής του σε μεσαία και σε μεγάλη ιδιοκτησία …..

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ενδεικτικά αναφέρομαι στον καθηγητή ΣτέργιοΜπαμπανάση ο οποίος αφού επί 25 περίπου χρόνια δίδαξε μαρξισμό, μαρξιστική πολιτική οικονομία, τώρα δηλώνει με έμφαση ότι «η αγορά είναι ένας θαυμάσιος οικονομικός μηχανισμός που εξυπηρετεί αποτελεσματικά την ανθρωπότητα εδώ και χιλιάδες χρόνια». Στέργιος Μπαμπανάσης, Σύγχρονα οικονομικά συστήματα, εκδόσεις Παπαζήση, 2001, σελ. 60 κ.ε.
2. Peter. F. Drucker, Μετακαπιταλιστική κοινωνία, εκδόσεις Γκούτεμπεργκ, 1996,σελ. 13. Μετάφραση Δ.Γ. Τσαούσης.
3. Για τις ιδεολογικές προεκτάσεις αυτής της άποψης- επιλογής βλέπε το άρθρο μου με τον τίτλο Η ιδεολογική λειτουργία της «θεωρίας» του «εξανθρωπισμένου καπιταλισμού», στο περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ, τεύχος 47, Νοέμβριος- Δεκέμβριος, 2001. Σ αυτή την επιλογή καταλήγει ουσιαστικά και η δομική προσέγγιση του σοβιετικού συστήματος του Γιάνος Κόρναη ο οποίος ορίζει το σοβιετικό σύστημα ως «κλασικό σοσιαλιστικό σύστημα», ως «κλασικό μοντέλο σοσιαλισμού», έτσι που απορρίπτοντάς το απορρίπτει γενικά την ιδέα βιωσιμότητας του σοσιαλισμού, επικουρούμενος από την ανθρωπιστική – ηθική προσέγγιση του Φέρεντς Φέχηρ στο βιβλίο του Το πνεύμα του 1989 και η αποδόμηση του πολιτικού μονισμού». Για περισσότερα βλέπε στο άρθρο μου με τον τίτλο Ζητούνται στρατευμένοι πολίτες της «καπιταλιστικής δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς. Διάπλους, τεύχος 26 Ιούνιος – Ιούλιος, 2008.
4. Μικρό δείγμα αυτής της εμπειρίας παρουσιάζω στο βιβλίο μου Η Αριστερά χθες, σήμερα αύριο (Διάθεση από το εκδοτικό Θεμέλιο) και στη μελέτη μου με τον τίτλο Η αυτονομία του σοσιαλισμού ως κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού. Έχει συμπεριληφθεί στην έκδοση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς Ο σοσιαλισμός στον 21-ο αιώνα. Το κείμενο αυτό μαζί με το Επίμετρο υπάρχει και στην ιστοσελίδα του, www.poulantzas.gr,
5. Όπ.π.σελ. 268.
6. Για τους όρους πολεμικός κομμουνισμός και ΝΕΠ βλέπε το Γλωσσάρι στη έκδοση ΜΠΟΥΧΑΡΙΝ (Θεμέλιο, 2008)
7. Λένιν, Το πρόγραμμά μας. Άπαντα, εκδοτικό Κ.Ε. ΚΚΕ,1954, τόμος 4, σελ. 199-200

8. Αναφέρομαι εδώ στην επιδίωξη της ηγεσίας για την επισημοποίηση του σταλινισμού ως ιδεολογίας του κόμματος στο επικείμενο 18-ο συνέδριό του, σημειώνοντας ότι ο σταλινισμός του ΚΚΕ δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Παρακολουθεί όλη την περίοδο, μετά την οριστική επικράτηση του Στάλιν στο ΚΚΣΕ και στην Κομιντέρν ( δεκαετία του 1930), με έμφαση στην περίοδο επικυριαρχίας στο κόμμα του Νίκου Ζαχαριάδη παλιότερα και της Αλέκας Παπαρήγα σήμερα. Για περισσότερα μπορεί να δει κανείς την Εισαγωγή (μελέτη μου) στην έκδοση ΜΟΥΧΑΡΙΝ, όπ. π.
9. Lenin müvei (Έργα του Λένιν) ,εκδόσεις Szikra, Βουδαπέστη, 1953, τόμος 33, σελ. 272. Βλέπε σχολιασμό αυτής της θέσης του Λένιν από το Λούκατς στο έργο του Περί της οντολογίας του κοινωνικού είναι (A társadalmi lét ontologiájáról) Βουδαπέστη, εκδόσεις Magvetö, τόμος 2, σελ. 422-423.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ 11/8 και 188/ 2009 και στο περιοδικό Mothly Review Νο 58(123)Οκτώβριος 2009