Είναι ο σοσιαλισμός ιστορική αναγκαιότητα;

ΕΙΝΑΙ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ;


Ο καπιταλισμός έχει φτάσει στο τέλος της ιστορίας του. Δεν μπορεί πλέον να υποσχεθεί τη δημιουργία ενός τρόπου ύπαρξης και λειτουργίας της ανθρώπινης κοινωνίας, ανάλογο με τους πόρους, τον πλούτο και τις δυνατότητες που δημιούργησε η ανθρώπινη εργασία. Πρόκειται για το νομοτελειακό αποτέλεσμα μιας ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού που αρχίζει με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, συνεχίζεται με το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τους λεγόμενους «τοπικούς πολέμους» και ολοκληρώνεται σήμερα – στην εποχή της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, της πυρηνικής ενέργειας, της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας.
Στην εποχή μας και μόνο το γεγονός ότι ο καπιταλισμός από τη φύση του γεννά πολέ-μους τον καθιστά επίφοβο ως τρόπο ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Με δεδομένη τη σύγχρονη πολεμική τεχνολογία και τη δυναμική της ο πόλεμος στην εποχή μας περικλείνει το βέβαιο κίνδυνο αφανισμού της ανθρωπότητας. Όμως, πέρα και μαζί με αυτό ο καπιταλισμός, με τις πολλαπλές εκφράσεις της λογικής που τον διέπει, αποτελεί πραγματική απειλή η οποία παρακολουθεί σε καθημερινή βάση και διαβρώνει ηθικά την ανθρωπότητα – την εθίζει στην παθητική αποδοχή του παράλογου και στην «προοπτική» καταστροφής της ανθρωπότητας! Αυτή η διεργασία στις συνειδήσεις των ανθρώπων συντελείται σε συνθήκες που, όπως διαπιστώνει η ετήσια Έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη (1999), ο πλανήτης (η ανθρωπότητα) εξωθείται ολοταχώς σε «οικονομική, κοινωνική και οικολογική καταστροφή». Ωστόσο, συντάκτες της έκθεσης εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι. Εκφράζουν την (αβάσιμη) βεβαιότητα για την αποτροπή της πορείας προς την καταστροφή. Τη βεβαιότητα ότι το κεφάλαιο ή/ και τα στρατηγικά κέντρα του πολέμου τελικά θα ενδώσουν στο λογικό αίτημα της αποφυγής του παράλογου.
Είναι προφανές ότι σ αυτή την προσέγγιση η λύση του προβλήματος σε μια σοσιαλιστι-κή προοπτική είναι πέρα από τη σκέψη των συντακτών της έκθεσης. Και οφείλουμε να παραδεχτούμε, ότι μια τέτοια προοπτική δεν είναι δημοφιλής ειδικότερα για τους ερευνη-τές που εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες, πολύ περισσότερο σε υπηρεσίες του ΟΗΕ, όπου η πολιτική ουδετερότητα του ερευνητή είναι απαιτητή – τουλάχιστον όσον αφορά τα επίσημα κείμενά του.. Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι μια πρόσθετη συνθήκη που δικαιολογεί την αποφυγή της ιδέας για μια τέτοια προοπτική.
Εξάλλου για ευρύτατα τμήματα ερευνητών και διανοουμένων φαίνεται να μην είναι πειστική η άποψη ότι ο καπιταλισμός έχει ξεπεράσει τα λογικά όρια της ιστορικής του, αφού όχι μόνον υπάρχει, αλλά έχει απλώσει την κυριαρχία του σ όλον τον κόσμο. Η θεωρία – πρόβλεψη του Μαρξ για την αδυναμία του καπιταλισμού να ξεπεράσει την αντίθεση ανάμεσα στη δυναμική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον κεφα-λαιοκρατικό χαρακτήρα των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων ή την αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής κεφαλαιοκρατικής ιδιοποίησης των προϊόντων της, θεωρείται ότι έχει ακυρωθεί από την ιστορία. Πρόκειται για επιπόλαιη ανάγνωση των εξελίξεων με την οποία προτίθεμαι να ασχοληθώ παρακά-τω- στα όρια μιας σύντομης ομιλίας.
Πάντως, είναι γεγονός ότι σε διάκριση με την προηγούμενη κατάσταση του καπιταλι-σμού, η διαρκής ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, με αιχμή, την ανάπτυξη της επιστή-μης και της τεχνολογίας, στη σύγχρονη εκδοχή τους, αποτελεί παράγοντα διατήρησης, επέκτασης και αναπαραγωγής του, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την ανατροπή της εσωτερικής του ισορροπίας. Η βασική αντίφαση που τον χαρακτηρίζει δεν απειλεί άμεσα την .ύπαρξή του. Αυτό κατέστη δυνατό χάρη στην ανάπτυξη κατάλληλων μηχανισμών, τη χρησιμοποίηση και ανάπτυξη ενός τεχνικού, επιστημονικού και καινοτομικού εν γένει εργατικού δυναμικού, που υπηρετεί το σύστημα και ειδικότερα το κεφάλαιο, η εξουσία και τα συμφέροντα του οποίου είναι στη βάση του συστήματος. Αυτό κατέστη δυνατό κυρίως χάρη στην ανάπτυξη της καταναλωτικής κοινωνίας, που επέτρεψε την αποφυγή των περιοδικών οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής και την απρόσκοπτη ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, προσαρμοσμένα στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτή ήταν μια αλλαγή καίριας σημασίας στη δομή του σύγχρονου καπιταλι-σμού...
Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα το κρίσιμο ερώτημα για το θέμα μας, επομένως για την αριστερά, είναι αν όλη αυτή η εξέλιξη, η οποία οφείλεται στην συνειδητή πα-ρέμβαση της σύγχρονης αστικής τάξης στην ιστορική διαδικασία, αναιρεί την επιστημονική αξιοπιστία της υλιστικής αντίληψης για την ιστορία, ακόμα και τη σύγχρονη παραλλαγή της που εντάσσει την επιστήμη στις παραγωγικές δυνάμεις. Ή ακόμα, αν αναιρεί και την υλιστική αντίληψη η οποία αντιμετωπίζει (αλλά και μελετά) την κοινωνία ως οργανικό όλο*, στη βάση του οποίου είναι η παραγωγική εργασία και το σύστημα καταμερισμού της εργασίας που επιτρέπει τη λειτουργική αναπαραγωγή της...
-------------------------------
* Την έννοια «οργανικό όλο» τη δανείστηκα από το Ρώσο φιλόσοφο Βαζιούλιν – με τον οποίο έχω σοβαρές διαφορές- (αναφέρομαι στο βιβλίο του Η λογική της ιστορίας. Ζητήμα-τα θεωρίας και μεθοδολογίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2004), αλλά τη χρησιμοποιώ σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη, με αποκλειστική αναφορά στο σύγχρονο καπιταλισμό. Σ ότι αφορά λοιπόν το σύγχρονο καπιταλισμό ο όρος οργανικό όλο συμπεριλαμβάνει όχι μόνον τα στοιχεία που συγκροτούν τη δομή του και το σύστημα οργάνωσης και λειτουρ-γίας του, αλλά και τα στοιχεία τα οποία είναι αδιάφορα προς τη δομή και προς τη λειτουρ-γία του συστήματος, ακόμα και τα στοιχεία που αρνούνται το σύστημα και στοχεύουν στην ανατροπή του. Έτσι, οι συνειδητοί λειτουργοί του συστήματος (αλλά και ο νομοθέ-της, η νομοθετική εξουσία θα μπορούσαμε να πούμε) αντιμετωπίζουν την αριστερά ως νόμιμο ή και αναγκαίο ακόμα στοιχείο του οργανικού όλου, με κύρια επιδίωξη τον περιορισμό της πολιτικής δράσης της στα όρια του συστήματος, που είναι στη βάση του οργανικού όλου. Επιδιώκουν δηλαδή να την κάνουν λειτουργικό στοιχείο του συστήματος. Γι αυτό και δεν την θέτουν εκτός νόμου. Εφόσον βέβαια η αριστερά δεν απειλεί άμεσα την ύπαρξη του συστήματος, που ακόμα και σ αυτή την περίπτωση προτιμούν να «παίξουν» με τη χρήση των μηχανισμών της αστικής δημοκρατίας, οργανικό στοιχείο της οποίας είναι τα ΜΜΕ, με σκοπό την αποτροπή του κινδύνου.
------------------------------------------------------------
Αντιμετωπίζοντας με ιστορικούς όρους αυτή την πραγματικότητα οφείλουμε να απαντή-σουμε στο ερώτημα αν η επιτυχής ως τώρα αντιμετώπιση από την αστική τάξη της βασικής αντίφασης του καπιταλισμού στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, ενέχει το στοιχείο της μονιμότητας για ένα απροσδιόριστο χρονικά μέλλον.. Πράγμα που θα σήμαινε – στην περίπτωση που θα αποδεχόμασταν αυτή την υπόθεση ή αυτή τη θεωρία- ότι το (μαρξικό) σοσιαλιστικό μέλλον της ανθρωπότητας είναι αβέβαιο έως και φαντασια-κό. Αυτό βέβαια θα μας οδηγούσε στην αποδοχή των σοσιαλδημοκρατικών θέσεων για την ανάπτυξη μιας αριστεράς η οποία λειτουργεί στα δυνητικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος, που η μόνη διαφορά της από τις ακραιφνείς αστικές πολιτικές δυνάμεις είναι ότι προσπαθεί να διαχειριστεί με διαφορετικό τρόπο τις υποθέσεις του συστήματος, με κύριο μέλημα το κοινωνικό κράτος και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μιλώ εδώ για τη σοσιαλδημοκρατία η οποία δεν έχει κάνει αρχή της τη φιλοσοφία του νεοφιλελευθερισμού, που την εξομοιώνει με τα αστικά κόμματα. Η οποία σοσιαλδημοκρατία ωστόσο λειτουρ-γώντας και αυτή σύμφωνα με τους κανόνες του κόμματος εξουσίας, «υποχρεώνεται» από τα ίδια τα πράγματα να κάνει την προσαρμογή βασικό κανόνα της πολιτικής της συμπεριφοράς, που εξουδετερώνει στην πράξη τις οποίες μερικές υπερβατικές της προθέσεις. Ωστόσο, είναι νομίζω ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι η αποτυχία του σοσιαλιστικού πειράματος ήρθε να επικυρώσει την απόφαση του κύριου κορμού των περισσότερων από τα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού που συνειδητά μετέτρεψαν τα κόμματά τους σε σοσιαλδημοκρατικά.. (Η παρουσίαση αυτής της διαδικασίας με αναφορά ειδικότερα στο ουγγρικό κομμουνιστικό κόμμα γίνεται στο βιβλίο μου Η Αριστερά χθες, σήμερα, αύριο). Τα παραπάνω φέρνουν με μεγαλύτερη ένταση, όσο ποτέ άλλοτε, στο προσκήνιο της σκέψης την αντίληψή μας για την ιστορική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.
Με δεδομένο ότι από πολλούς (ειδικότερα από εκείνους που διακατέχονται από το πνεύμα του λεγόμενου μεταμοντερνισμού, στην καρδιά του οποίου είναι η έννοια της αβεβαιότητας) αμφισβητείται η επιστημονική, και πολύ περισσότερο η πραγματολογική εγκυρότητα του όρου αναγκαιότητα, ειδικότερα σ ότι αφορά τις κοινωνικο- ιστορικές διαδικασίες και διεργασίες, θα χρειαστεί να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στον όρο αναγκαιότητα. και στη χρήση του.
Η αναγκαιότητα είναι φιλοσοφικός όρος της υλιστικής αντίληψης για τον κόσμο και χρησιμοποιείται στη μελέτη και ερμηνεία της πραγματικότητας, γενικότερα στη μελέτη και ερμηνεία των αντικειμενικών φαινομένων σε συνάρτηση με την έννοια της τυχαιότητας, του τυχαίου. Υπάρχει κατασταλαγμένη βιβλιογραφία για την έννοια της αναγκαιότητας και για τη διαλεκτική αναγκαίου και τυχαίου, με προεκτάσεις στη διαλεκτική ουσίας και φαινόμενου, κλπ., Όμως δεν υπάρχει λόγος ν ασχοληθούμε εδώ με αυτή, ούτε με τις εξειδικευμένες φιλοσοφικές αναλύσεις του όρου, πριν προχωρήσουμε στις πραγματο-λογικές και πραξεολογικές αναφορές και αναλύσεις του θέματός μας που εδώ μας ενδιαφέρουν Ανάλογος θα είναι και ο ορισμός της έννοιας αναγκαιότητα. που χρησιμο-ποιώ εδώ.
Χρησιμοποιώ λοιπόν εδώ τον πιο απλό, ωστόσο φιλοσοφικά και πραγματολογικά, επομένως και επιστημονικά έγκυρο ορισμό της έννοιας αναγκαιότητα, λέγοντας ότι αναγκαιότητα είναι αυτό που με δεδομένες τις συνθήκες θα πρέπει να συμβεί οπωσδήποτε. Σε μια φιλοσοφικά εξειδικευμένη ερμηνεία του ο όρος αναγκαιότητα αναφέρεται στις εσωτερικές συναρτήσεις της πραγματικότητας (μερικής ή ολικής) και στη δυναμική τους, που καθιστούν το προσμενόμενο συμβάν αναπόφευκτο. Σ αυτό το πνεύμα χρησιμοποιεί ο μαρξισμός τον όρο αναγκαιότητα, με αναφορά στο Μαρξ και κυρίως στον Ένγκελς, με τις δυο καθιερωμένες ερμηνείες αυτής της παράδοσης από διάφορους συγγραφείς. Τη δογματική ερμηνεία - άποψη, που χρησιμοποιεί τον όρο αναγκαιότητα με τον ίδιο τρόπο για τη φύση, για τα φαινόμενα της φύσης, και για την κοινωνία, για τα κοινωνικά φαινόμενα και τη διαλεκτική ερμηνεία του όρου αναγκαιότητα που αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες της κοινωνίας, την ιδιαιτερότητα των διαδικασιών και διεργασιών στο χώρο της κοινωνίας όπου ο παρεμβατικός ρόλος του ανθρώπου είναι ικανός να μεταβάλλει και τους νόμους της κοινωνίας, μεταβάλλοντας τις συνθήκες που καθιστούν τον εν λόγο νόμο κοινωνικά α-λειτουργικό ή/ και δημιουργώντας άλλες συνθή-κες στις οποίες αντιστοιχεί ένας άλλος νόμος, κοινωνικά λειτουργικός. Η διαλεκτική της κατάργησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της δημιουργίας του σοσιαλιστι-κού τρόπου παραγωγής έχει ως βάση αυτή την αλήθεια.. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη συνειδητή παρέμβαση του ανθρώπου, στην περίπτωσή μας χωρίς τη συνειδητή παρέμβαση των επαναστατικών δυνάμεων στην κοινωνικό- ιστορική διαδι-κασία, στο κοινωνικο –ιστορικό γίγνεσθαι... Σ αυτή την αντίληψη δεν έχουν θέση οι απόψεις περί αυτοματισμού της ιστορικής εξέλιξης, που αποκλείει την οποιαδήποτε άλλη εκδοχή. εξέλιξης της ιστορίας.
Προβάλλει λοιπόν με ιδιαίτερη έμφαση η αναφορά στον παρεμβατικό δημιουργικό, αναμορφωτικό ρόλο του ανθρώπου ως όντος με σχετική αυτονομία επιλογής και δράσης, η οποία αυτονομία του ωστόσο είναι συνάρτηση της ικανότητάς του να γνωρίσει τη διαλεκτική των κοινωνικών διαδικασιών, έχοντας ως όριο αυτονομίας και ελευθερίας τη χεγκελιανή θέση περί της ελευθερίας ως εγνωσμένης αναγκαιότητας, μέρος της οποίας είναι – θα πρόσθετα εγώ- . και η ανάγκη δημιουργικής αυτοπραγμάτωσής του. Διότι μόνον εφόσον διαθέτει αυτή τη γνώση μπορεί ν αναπτύξει την ικανότητά του για αυτόνο-μες συνδυαστικές επιλογές και ενέργειες. Διαφορετικά ολισθαίνει στο βολονταρισμό, που χαρακτήρισε το ΚΚΣΕ σε όλη την πορεία του μετά το θάνατο του Λένιν, ειδικότερα μετά το 1928 όταν ο Στάλιν είχε γίνει απόλυτος κυρίαρχος των εξελίξεων..
Θα πρέπει όμως να πω ότι ο παρεμβατικός ρόλος του ανθρώπου στην ιστορία, στο πνεύμα της διαλεκτικής που υπαινίχθηκα με τα παραπάνω, ενισχύει την άποψη ότι οι αλλαγές τις οποίες έχει επιφέρει η αστική τάξη στη συγκρότηση και λειτουργία του καπιταλισμού μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (η διαδικασία αυτή είχε αρχίσει μετά την οικονομική κρίση του 1929 – 1932 στις ΗΠΑ με την εφαρμογή του Νew Deal από το Ρούσβελτ) απότρεψε τον κίνδυνο για επαναστατικές ανατροπές. Μάλιστα: πέτυχε, ειδικότερα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης (η οποία ηττήθηκε πρωτίστως στον οικονομικό τομέα) να επικρατήσει σε όλον τον κόσμο. Αυτό κατέστη δυνατό επειδή ο καπιταλισμός εξακολουθεί να είναι ιστορικά λειτουργικός κοινωνικός τρόπος παραγωγής., μολονότι το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών του δυνάμεων υπερβαίνει κατά πολύ όλες τις προβλέψεις των μαρξιστών θεωρητικών και ερευνητών για το επίπεδο ανάπτυξης που προσιδιάζει στο σοσιαλισμό. Βλέπε τη σχετική βιβλιογραφία στη δεκαετία του 1960 και 1970 για τη σχέση επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και σοσιαλισμού, με σημαντι-κότερο το έργο της ομάδας του Ραντοβάν Ρίχτα Ο πολιτισμός στο σταυροδρόμι. Δεν προχωρώ παραπέρα αυτόν τον προβληματισμό ο οποίος θα παρακολουθήσει πιστεύω τις διεργασίες των τριών συναντήσεών μας, της σημερινής και των άλλων δυο που θα ακολουθήσουν. Απλώς, σ αυτή τη φάση των διεργασιών μας θέλω να κάνω αισθητή τη δυσκολία απάντησης στο ερώτημα για την ιστορική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, εφόσον μείνουμε προσκολλημένοι στον κωδικοποιημένο εγχειριδιακό ιστορικό υλισμό, για να προχωρήσω αμέσως στην επισήμανση της συνθετότητας του ερωτήματος αυτού που υπερβαίνει τα εγχειριδιακά καθιερωμένα όρια της υλιστικής αντίληψης για την ιστορία.
Σε μια προσπάθεια να απαντηθεί πραγματολογικά το ερώτημα για την ιστορική ανα-γκαιότητα του σοσιαλισμού είναι ανάγκη πρώτα να απαντηθεί το ερώτημα για την αναγκαιότητα αλλαγής του καπιταλισμού, κατάργησής του. Αυτό είναι απαραίτητο και από την άποψη ανάπτυξης της αναγκαίας κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης των ανθρώ-πων που υπόκεινται τις αρνητικές συνέπειες από τη διαιώνισή της ύπαρξής του καπιταλι-σμού, και γενικότερα των ανθρώπων που αισθάνονται μια ιδιαίτερη δυσφορία για την καθολική έκπτωση των ανθρώπινων αξιών. Πρόκειται για τους ανθρώπους που ενώ δεν έχουν υπαρξιακά βιοποριστικά προβλήματα, ηθικά και πολιτισμικά επιθυμούν την αλλαγή του καπιταλισμού, επιθυμούν έναν άλλον .κόσμο που να συνδυάζει την αρχή του ανθρω-πισμού και του ορθολογισμού, έναν αυθεντικό ανθρώπινο κόσμο – όσο θολή κι αν φαίνεται, και είναι, αυτή η επιθυμία τους, ωστόσο δεν παύει να είναι μια απορριπτική στάση εναντίον του καπιταλισμού. .Όμως, σπεύδω να πω ότι η αναφορά σ αυτούς τους συντελεστές δεν είναι αρκετή για την πραγματολογική θεμελίωση της άποψης για την ιστορική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.. Με άλλα λόγια θα πρέπει να αναφερθούμε ποιο συγκεκριμένα στις αντικειμενικές και τις υποκειμενικές συνιστώσες που τεκμηριώνουν αυτή την άποψη. Θα επιχειρήσω επιγραμματικά να τις κατονομάσω χωρίς να μπορώ σε αυτή τη ομιλία να επεκταθώ και σε αναλύσεις
. Παρά την συγκυριακή υπέρβαση της δομικής κρίσης του καπιταλισμού η οποία παλιό-τερα εκφράζονταν με τις περιοδικές οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής που είχαν να κάνουν με την αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, και με τον ανεξέλεγκτο «νόμο» της αναρχίας στην καπιταλιστική οικονομία, αυτή η αντίφαση εξακολουθεί να υπάρχει και να εκφράζεται με έναν ιδιότυπο τρόπο. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (με κύριο κορμό την σύγ-χρονη τεχνολογία και την παραγωγικά λειτουργούσα επιστήμη) αντί να συμβάλλει στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, τα επιδεινώνει, αντί να συμβάλει στην ανάπτυξη της καθολικής ευτυχίας, όπως ήλπιζαν (και υποστήριζαν) οι πατέρες της αστικής οικονο-μικής επιστήμης και οι πρώτοι θεωρητικοί του καπιταλισμού, αλλά και οι θεωρητικοί του λεγόμενου λαϊκού καπιταλισμού, οδηγεί στο αντίθετο. Ο ορθολογισμός, που διέπει την παραγωγική διαδικασία, αλλά και την οργάνωση της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνί-ας, με κύριο γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων και των επιδιώξεων του μεγάλου κεφαλαίου και του στρώματος της ελίτ που το υπηρετεί, υπηρετώντας συγχρό-νως και το σύστημα, κρινόμενος με ανθρωπολογικούς όρους εμφανίζεται να υπηρετεί το ανορθόλογο ακόμα και το παράλογο. Η δυνατότητα πυρηνικής αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας μαζί με τους οικολογικούς κινδύνους στους οποίους ήδη έχω αναφερθεί, με αναφορά στις εκθέσεις του ΟΗΕ, καθιστούν την ιδέα για ανάγκη αλλαγής του καπιτα-λισμού προσιτή σε ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού σ όλον τον κόσμο.
Το ερώτημα είναι αν αυτή η κατάσταση μπορεί – με δεδομένη την ικανότητα του συστή-ματος να απορροφά τις εντάσεις που το ίδιο δημιουργεί- να εκφραστεί με τη μορφή έμπρακτης πολιτικής αμφισβήτησης του συστήματος.Το ερώτημα αυτό αποκτά μεγαλύτε-ρη σημασία από το γεγονός ότι το δεύτερο σκέλος της βασικής αντίφασης του καπιταλι-σμού , δηλαδή η αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίηση των προϊόντων της, για την οποία μίλησαν οι Μαρξ και Ένγκελς, στην εποχή μας έχει πάρει τις πιο ακραίες μορφές έκφρασης. Έτσι, που η θέση του Ένγκελς ότι από την άποψη του ρόλου του στη λειτουργία του παραγωγικού συστήματος ο κεφαλαιοκράτης είναι μια περιττή φιγούρα, αποτελεί κοινή πεποίθηση. Πολύ περισσότερο που στην οργάνωση και τη λειτουργία των μεγάλων επιχειρήσεων η άμεση συμμετοχή του ιδιοκτήτη στη διοίκηση της επιχείρησης θεωρείται πλέον και από τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες περιττή ή και επιζήμια για την επιχείρηση – οι εξαιρέσεις ενισχύουν τον κανόνα.. Δημιουργείται η εντύπωση ότι έχει πραγματοποιηθεί μια επιστροφή σε εποχές του μεσαίωνα όταν ο φεουδάρχης δεν είχε καμία άμεση ανάμιξη στη διεύθυνση της ιδιοκτησίας του, των κτημάτων του και φυσικά και στη διεύθυνση της παραγωγικής διαδικασίας. Από αυτή την άποψη η θέση του κεφαλαιοκράτη έναντι του παραγωγικού συστήματος συνιστά αναχρονισμό. Και αυτή η εξέλιξη ενισχύσει την άποψη για την ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης του καπιταλισμού.
Είναι προφανές ότι αυτές οι πραγματολογικές αναφορές στηρίζουν τον ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός έχει ξεπεράσει τα ιστορικά όρια εξέλιξής του – κρίνοντάς τον με κοινωνιολο-γικούς, ανθρωπολογικούς, αλλά και με πολιτισμικούς όρους Τον ισχυρισμό αυτό έρχεται να ενισχύσει το γεγονός ότι το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της οικονομίας γενικότερα, επιτρέπει την επίλυση των υπαρξιακών βιοποριστικών προβλημά-των των εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, και γενικότερα των λαών του τρίτου κόσμου, σε μια πρώτη φάση, και στη συνέχεια την εξασφάλιση, σε μια ορατή ιστορική προοπτική, σε όλους τους ανθρώπους των υλικών προϋποθέσεων για μια αξιοπρεπή ζωή.
. Η αλήθεια αυτή φαίνεται να αμφισβητείται από το γεγονός ότι χώρες όπως η Ινδία αλλά και η Κϊνα (που αποτελεί μια ειδική περίπτωση για την σύγχρονη ιστορία του κόσμου) εργάζεται να λύσει το βιοτικό και το οικονομικό εν γένει πρόβλημα μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, αναπτύσσοντας δυναμικά τον καπιταλισμό της. Βέβαια, προσεγγίζοντας αυτή την εξέλιξη από τη σκοπιά του ιστορικού υλισμού εμφανίζεται ως μία εξέλιξη που καθιστά την ιδέα του σοσιαλισμού δυνητικά ιστορικά δικαιωμένη, με δεδομένο ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό προϋποθέτει αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία. Πάντως, η συνολική εμπειρία του περασμένου αιώνα, που ορίστηκε από το Λένιν ως ο αιώνας των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των προλεταριακών επαναστάσεων (η ο οποία και ευστα-θούσε μέχρι και τη δεκαετία του 1950) δεν έχει επιβεβαιώσει τη θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού της Ρόζας Λουξεμπούργκ «ως τον ιστορικό δρόμο που οδηγεί στην πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας» (Ρ. Λουξενμπούργκ, Μεταρρύθμιση και επανάσταση, «Διεθνής βιβλιοθήκη», σελ. 25). Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατ αρχήν αποκλείεται μια τέτοια εξέλιξη.
. Σε κάθε περίπτωση ο 20-ος αιώνας, ιδιαίτερα η περίοδος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την κατάργηση της αποικιοκρατίας θα μπορούσε να καταγραφεί ως ο αιώνας πολιτικής αφύπνισης των λαών του κόσμου που διεκδικούν την οικονομική και κοινωνική τους άνοδο, την ελευθερία τους, αλλά και την ανεξαρτησία των χωρών τους από τις ιμπεριαλιστικές εξαρτήσεις. Κυρίως για το λόγο αυτό η προσπάθεια επαναφοράς αποικι-οκρατικών πολιτικών σήμερα έχει επιλεγεί να γίνεται κάτω από τη σημαία της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της καθολικής ευημερίας των λαών. Πρόκειται για φαινόμενο το οποίο και αυτό έρχεται να ενισχύσει την θέση για την υπέρβαση των λογικών ιστορικών ορίων ύπαρξης του καπιταλισμού.. Και από αυτή την άποψη η θεωρία του «εξανθρωπι-σμένου καπιταλισμού» είναι ιστορικά ανυπόστατη. Πολύ περισσότερο ανυπόστατη είναι η θεωρία ότι ο σημερινός καπιταλισμός δεν είναι καπιταλισμός, η οποία «θεωρία» εξάλλου τελευταία έχει εκπέσει, αφού τα χαρακτηριστικά του κλασικού καπιταλισμού έχουν επανέλθει σε πολλές χώρες του κόσμου. Ειδικότερα στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Ενώ διατηρούνται και αναπαράγονται στις περισσότερες χώρες του τρίτου κόσμου.
. Η αφύπνιση των λαών με αποικιοκρατική ιστορική παράδοση, σε συνδυασμό με την επιδίωξη του κεφαλαίου να επαναφέρει το καθεστώς της αποικιοκρατίας ή βασικά του στοιχεία, με σύγχρονους πονηρούς, δηλαδή δύσκολα αναγνωρίσιμους από όλους, τρόπους, αλλά και με τη βία, δημιουργεί καταστάσεις που ενισχύουν την τάση για πολιτι-σμικές αντιπαραθέσεις καθιστώντας ανέφικτη ακόμα και την αναγκαία για πολλές χώρες αστικοποίηση.. Με αποτέλεσμα αυτή η αντιπαράθεση που λαμβάνει ακόμα και το χαρα-κτήρα του αγώνα μέχρις εσχάτων, να εγκυμονεί κινδύνους για την ειρήνη στον κόσμο, με τις γνωστές αρνητικές επιπτώσεις που αυτή η αντιπαράθεση δημιουργεί στο γενικότερο πρόβλημα της ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου για πολλές χώρες του κόσμου. Το φαινόμενο αυτό δημιουργεί και ένα μάλλον πρωτόγνωρο πρόβλημα για την αριστερά των χωρών του προηγμένου καπιταλισμού, που από θέσεις αρχών παίρνει πάντα το μέρος των λαών που αγωνίζονται εναντίον του ιμπεριαλισμού, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει τη σαφή θέση της εναντίον της βαρβαρότητας, από οποιονδήποτε κι αν προέρχεται. Πράγμα που συνειδητά τη φέρνει αντιμέτωπη με ιδεολογίες, νοοτροπίες, πρακτικές ή και καθεστώτα που φέρνουν μέσα τους εγγενώς και με καθοριστικό τρόπο τα κυρίαρχα στοιχεία του αναχρονισμού και της βαρβαρότητας, γενικότερα τις ακραίες μορφές αλλοτρίωσης, όπως συμβαίνει με όλα τα θεοκρατικά καθεστώτα και κινήματα, με ακραία μορφή έκφρασης τον θρησκευτικό, το μουσουλμανικό σ αυτή τη φάση, φονταμενταλισμό. Έτσι, που είναι αμφίβολο αν γι αυτές τις περιπτώσεις μπορεί η αριστερά να εφαρμόσει , χωρίς ηθικό και πολιτικό κόστος, την άρρητη «αρχή» της πολιτικής : ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου. Γνωρίζοντας ότι και από τη μεριά του ιμπεριαλισμού (ειδικά για την περίπτωση των ΗΠΑ) υπάρχει και εφαρμόζεται ένας ιδιότυπος ιδεολογικός ή και πολιτι-κός φονταμενταλισμός, με παρόντα τα στοιχεία και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Με αποτέλεσμα αντί για την επίλυση του προβλήματος της πολυπολιτισμικότητας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης της ανθρωπότητας, το πρόβλημα αυτό να επιτείνεται με την τάση να καθίσταται ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στην πορεία εξέλιξης της ανθρωπότητας – σ αυτή τη φάση της ιστορίας της.. Αυτό οφείλεται στην καπιταλιστική μορφή παγκοσμιοποίησης της ανθρωπότητας. Πράγμα, που και από αυτή την οπτική φέρνει και πάλι στο προσκήνιο της ιστορίας τη μαρξιστική ιδέα του παγκόσμιου σοσιαλι-σμού. Και αυτή η εξέλιξη έρχεται να δικαιώσει το Μαρξ που συνέδεσε την παγκοσμιο-ποίηση, δηλαδή την ουσιαστική ενότητα της ανθρωπότητας, με τον παγκόσμιο σοσιαλι-σμό.
Όλα αυτά τα φαινόμενα ,αλλά και άλλα που εδώ δεν χρειάζεται να τα απαριθμήσω όπως είναι η ηθική πτώση –κατάπτωση της κοινωνίας που δημιούργησε και αναπαράγει ο σύγχρονος καπιταλισμός με την καταναλωτική κοινωνία και την εμπορευματοποίηση όλων των αξιών, συνηγορούν υπέρ της αναγκαιότητας ιστορικής υπέρβασης του καπιτα-λισμού.. Μόνο που η έννοια της αναγκαιότητας εδώ έχει το χαρακτήρα του αιτήμα-τος και όχι της αντικειμενικής διαδικασίας η οποία αναπόφευκτα οδηγεί στο σοσιαλισμό. Εκτός και αν στην έννοια της αναγκαιότητας συμπεριλάβουμε και τη συνειδητή παρέμβαση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων στην ιστορική διαδικα-σία, με κυριότερη και αποφασιστικότερη τη δημιουργική ανατρεπτική παρέμβαση της ριζοσπαστικής επαναστατικής αριστεράς. Μιλώντας, λοιπόν με αντικειμενικούς όρους μπορούμε ανεπιφύλακτα να πούμε ότι το μέλλον της ανθρωπότητας συναρτάται με τον ιστορικό ρόλο της αριστεράς, σε συνθήκες όπου το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα, συμπληρώνεται και εκφράζεται με την ακραία του μορφή : σοσιαλισμός η αφανισμός της ανθρωπότητας- με την αναγκαία παρατήρηση ότι η δεύτερη εκδοχή δεν έχει τα τεκμήρια της βεβαιότητας με την πρώτη. Αυτή η εκτίμηση συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η αλλαγή του κόσμου για την οποία από καταβολής αγωνίζεται η αριστερά έχει νόημα, δηλαδή μπορεί και πρέπει να γίνει προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος της αριστεράς.
Η αριστερά μπορεί να επιτελέσει τον ιστορικό της ρόλο ως πρωτοπόρα δύναμη απο-φασιστικής σημασίας στη διαδικασία για την αλλαγή του κόσμου μόνον εφόσονείναι ικανή να προτείνει και να προωθήσει στην πράξη ένα αξιόπιστο πρόγραμμα κοινωνικής προόδου και σοσιαλιστικής αναμόρφωσης του κόσμου, αρθρωμένο σε μια ιστορική προοπτική σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις ιδιαιτερότητες για κάθε περιοχή και για κάθε χώρα της υφηλίου. Η αξιοπιστία του πολιτικού της λόγου εξαρτάται σε σημαντικό έως και μεγάλο βαθμό από την πρότασή της για μιαν άλλη, ριζικά καλύτερη, αυθεντικά αν-θρώπινη κοινωνία, την οποία και χρησιμοποιεί ως σημείο αναφοράς για κάθε κοινωνικά σημαντική ενέργειά της.