Το πρόβλημα της ανθρώπινης ελευερίας στο σύγχρονο κόσμο

Elefteria

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ

Ερωτήματα για την ανθρώπινη ελευθερία

Νέοι που αναζητούν τη θέση τούς στον σύγχρονο κόσμο, γενικά: άνθρωποι με ισχυρές ευαισθησίες απέναντι στους περιορισμούς της γνήσιας αυτόνομης έκφρασης αναζητούν απάντηση (απαντήσεις) στο θέμα της ανθρώπινης ελευθερίας. Ζητούν απάντηση στο ερώτημα τί είναι ελευθερία; Μάλιστα, οι περισσότερο προβληματισμένοι θέτούν το ερώτημα : μπορεί ο άνθρωπος από τη φύση τού να είναι ελεύθερος; Για να προχωρήσουν στο επόμενο ερώτημα : μπορεί ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, δηλαδή ως δημιουργός του ίδιου του κοινωνικού ή και του ανθρωπογενούς φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει, να είναι ελεύθερος; Το ερώτημα αυτό αποκτά μεγαλύτερη διανοητική και ψυχολογική ένταση για τον καθένα ο οποίος αποδέχεται ότι η ελευθερία είναι στη φύση του ανθρώπου, στη φυσική ιδιοσυστασία του, γι αυτό και εμφανίζεται ως ανάγκη όχι μόνον για την επιβίωσή του, αλλά και για την αυθεντική αυτόνομη και ολοκληρωμένη αυτοπραγμάτωσή του. Για να καταλήξουν στην προσωποποίηση του ερωτήματος : είμαι εγώ ελεύθερος; Ποιος μπορεί να πει ότι είναι ελεύθερος στο σημερινό κόσμο;

Το ερώτημα για την ελευθερία του ανθρώπου στη σχέση του με τη φύση και την κοινωνία (αλλά και στη σχέση του καθενός με τον εαυτό του}παρακολουθεί τη φιλοσοφία σε όλη τη μέχρι τώρα διαδρομή της χωρίς να μπορεί να δώσει μια αποδεκτή από όλους απάντηση Υπάρχουν πολλές απαντήσεις, αλλά καμία δεν μπόρεσε να αποκτήσει καθολική παραδοχή. Εξάλλου, για τον πολύ κόσμο (με εξαίρεση κάποιους φιλοσόφους που ο προβληματισμός τους κινείται μέσα στα περιοριστικά διανοητικά πλαίσια μιας καθ όλα αφηρημένης προσέγγισης) οι εμπειρίες και τα βιώματα της ζωής .αλλά και η συνολική εμπειρία της ιστορίας του ανθρώπου που παρακολουθείται από τη βία, από τις διάφορες μορφές και εκφράσεις της ανελευθερίας, προσδίδουν στο ερώτημα ένα πρακτικό περιεχόμενο. Η έννοια της ελευθερίας αναφέρεται στη συγκρότηση και τη λειτουργία της κοινωνίας στην οποία οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να διαμορφώσουν τη ζωή τους. Το αίτημα αυτό εξέφρασαν οι θεωρητικοί του μαρξισμού. Η παραχάραξη σε θεωρητικό επίπεδο της μαρξικής άποψης και πολύ περισσότερο ο τρόπος που επιχειρήθηκε η εφαρμογή του κατέστησαν αδύνατη σε πρακτικό επίπεδο την απάντηση στο ερώτημα αυτό.. Μάλιστα, στο χώρο του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού δημιουργήθηκαν ιδεολογικά και πολιτικά κατεστημένα που ανασκεύασαν ριζικά τη μαρξική- μαρξιστική άποψη για την ελευθερία και λειτούργησαν στην πράξη ως μορφές ανελευθερίας

. Ανήκω σε εκείνους που εμμένουν στην μαρξική – μαρξιστική θεωρία για τη δυνατότητα δημιουργίας μιας αυθεντικά ελεύθερης κοινωνίας, παρά την αρνητική εμπειρία από το ιστορικό πείραμα του σοσιαλισμού. Όμως δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι αυτή η αρνητική εμπειρία καθιστά για πολλούς αμφίβολες τις θεωρητικές διαβεβαιώσεις των φιλοσόφων, γενικότερα των στοχαστών στο ερώτημα αν είναι δυνατή η δημιουργία μιας αυθεντικά ελεύθερης ανθρώπινης κοινωνίας.*

------------------------------

  • Στο ερώτημα αυτό αναφέρονται οι αναλύσεις και οι προβληματισμοί του βιβλίου μου Το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου. (εκδόσεις Ψηφίδα, 2004) Βλέπε το κεφάλαιο με τον τίτλο Μπορεί ο άνθρωπος να φτιάξει μιαν άλλη κοινωνία που να τον καταξιώνει;

---------------------------------

. Θα πρέπει να πω ότι υπάρχει μια πανσπερμία απαντήσεων οι οποίες τώρα κυκλοφορούν και μέσα από το διαδίκτυο, οι οποίες είναι προσιτές σε όλους, δημιουργώντας έτσι, μαζί με την αναγκαία και χρήσιμη ενημέρωση ένα πρόβλημα κατασταλάγματος στο κρίσιμο ερώτημα για την ανθρώπινη ελευθερία. Πρόκειται για το πρόβλημα το οποίο έχει να κάνει με το φαινόμενο της υπερπληροφόρησης το οποίο δημιουργεί διανοητική αβεβαιότητα, αμφιβολία για την ορθότητα των διαφόρων θεωριών και απόψεων - για όσούς δεν έχουν την αναγκαία για το θέμα φιλοσοφική παιδεία, που, βέβαια, από μόνη της και αυτή δεν μπορεί να εγγυηθεί την κατάργηση της αβεβαιότητας, της αμφιβολίας στο θέμα αυτό...

Εξάλλου, υπάρχουν φιλόσοφοι οι οποίοι έχουν αναγάγει την αμφιβολία σε κεντρική αρχή του προβληματισμoύ για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο και στην κοινωνία την οποία ο ίδιος δημιούργησε και δημιουργεί, με προεκτάσεις και στο ερώτημα για την ανθρώπινη ελευθερία.

Δεν μιλώ γι αυτούς που σκέπτονται με θεολογικούς θρησκευτικούς όρους όπού η πίστη υποκαθιστά τη λογική θέτοντάς την στην υπηρεσία της. Γι αυτούς που πιστεύουν ότι η ελευθερία τού ανθρώπου είναι συνάρτηση της πίστης στο θεό. Μιλώ για κείνους που αποδέχονται την άποψη ότι η ελευθερία του ανθρώπου είναι σε οργανική συνάρτηση με την κοινωνία που ο ίδιος δημιούργησε και δημιουργεί- αναδημιουργεί στην ιστορική του πορεία και εξέλιξη..

Τηρώντας αυτή τη συνθήκη θα αναφερθώ στη συνέχεια σε κάποιες από τις πλέον ουσιαστικές πλευρές του γενικού ερωτήματος για την ελευθερία του ανθρώπου στο σημερινό κόσμο κατά τρόπο που και ο φιλοσοφικά απαίδεύτος να μπορεί να βάλλει σε μια «τάξη» τις σχετικές με το θέμα απόψεις, τις δικές του εμπειρίες και τους προβληματισμούς του. Σπεύδω, όμως, να πω ότι ο όρος τάξη εδώ αφορά μόνον τη λογική οργάνωση των πληροφοριών και των γνώσεων που έχουμε για την πραγματικότητα ή και για τον ίδιο τον εαυτό μας που πετυχαίνούμε με την αυτοπαρατήρηση. Ο όρος τάξη εδώ δεν είναι στον αντίποδα τον όρου ελευθερία. Αντίθετα είναι προϋπόθεση για την ανάπτύξη της ικανότητας μας να επιλέγομε ό,τι υπηρετεί την επιδίωξή μας για ελευθερία. Αυτό αφορά εν μέρει και τον κόσμο των αισθημάτων μας, αν και εκεί η τάξη συχνά λειτουργεί εναντίον του αυθορμητισμού που είναι ίδιόν τους

Αυτή η τάξη της λογικής είναι στη βάση της συμπεριφοράς του πολίτη στη δημοκρατία. Και .είναι βέβαιο ότι χωρίς αυτή τη συνθήκη είναι αδύνατη η ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας. Η ανάγκη αυτής της συνθήκης μας πάει κατευθείαν στο ερώτημα για τη σχέση δημοκρατίας και ελευθερίας..

Αστική δημοκρατία και ελευθερία

Στην εποχή μας η δημοκρατία είναι το κυρίαρχο πολιτικό μόρφωμα το οποίο κατοχυρώνει συνταγματικά το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων τα οποία και ορίζει με αναφορά στην εννoiά της ελευθερίας

. Πρόκειται για συνταγματική δέσμευση με υποχρεωτική ισχύ για την τήρηση των σχετικών διατάξεών του από τους πολίτες. Για το σκοπό αυτό έχει αναπτυχθεί μια νομοθεσία την οποία η δικαιοσύνη οφείλει να τηρεί . Η δικαιοσύνη εκτιμά, κρίνει και αποφασίζει για τις πράξεις των πολιτών, των ανθρώπων χωρίς να είναι υποχρεωμένη και συνήθως χωρίς να θέλει να υιοθετήσει τις ερμηνείες που δίνουν οι πολίτες, οι άνθρωποι στην έννοια της ελευθερίας.

Την ενδιαφέρει μόνον η τήρηση των νόμων και του γενικευμένου πνεύματος που τους διέπει. Στην κρίση της είναι δύσκολο να λειτουργήσει ο συγκεκριμένος άνθρωπος με τις ιδιαιτερότητές του. Και δεν είναι υποχρεωμένη να το κάνει αυτό. Η φράση «έχω εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη» αναφέρεται στην πιστή τήρηση των νόμων από τους δικαστές. Η παρέμβαση του δικηγόρου που επικαλείται τα ενδεχόμενα ελαφρυντικά υπέρ του κατηγορούμενου έχει σαφή περιοριστικά όρια. Και αυτός είναι υποχρεωμένος να κινείται στο πλαίσιο και στο πνεύμα της νομοθεσίας Έτσι εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο να πείσει τη δικαιοσύνη να υπερβεί τη συνταγματική ερμηνεία της έννοιας της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων..

Οι συνταγματολόγοι (που συνήθως είναι και νομοθέτες) εξειδικεύουν την ερμηνεία της έννοιας της ελευθερίας διευρύνοντας το περιεχόμενό της με αναφορά σε συγκεκριμένες καταστάσεις και συμπεριφορές, χωρίς να μπορούν να εκφράσουν με κάποια πληρότητα αυτό που οι πολίτες, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ως ελευθερία. Μολονότι, στην καλύτερη περίπτωση, τείνουν να θέλουν. να είναι πιο κοντά στους συγκεκριμένους πολίτες, στους συγκεκριμένους ανθρώπους σε ότι αφορά τη σχέση τους με το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Από αυτή την άποψη το είδος του συντάγματος θεωρητικά μπορεί να ευνοήσει ή να δυσχεραίνει το ρόλο του συνταγματολόγου και του δικηγόρου, κατ επέκταση και της δικαιοσύνης σχετικά με το όριο της ελευθερίας του πολίτη στη σχέση του με το κράτος. Βέβαια, καμιά κρατική νομοθεσία και κανένας κρατικός θεσμός δεν μπορεί να εκφράσει το περιεχόμενο της ελευθερίας με αναφορά στη ζωή των συγκεκριμένων ανθρώπων. Στο επίπεδο αυτό το περιεχόμενο της έννοιας της ελευθερίας είναι ανάλογο με τις προσλαμβάνουσες και τη συνείδηση του καθενός, προσδιοριζόμενο από τις συνθήκες της ζωής του, από τη θέση του στην κοινωνία και από το πρότυπο ζωής που έχει επιλέξει, ανάλογα και με τις προσδοκίες του, τις επιδιώξεις του και τις ανάγκες του.. Περιθώρια ερμηνείας της έννοιας της ελευθερίας, πέρα από τις νομικές προσεγγίσεις έχει η φιλοσοφία του δικαίου στην καρδιά της οποίας δεν είναι ο πολίτης αλλά ο άνθρωπος και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό βέβαια εξαρτάται και από τη συγκεκριμένη σχολή την οποία υπηρετεί και εκφράζει ο κάθε λειτουργός της φιλοσοφίας του δικαίου. Ωστόσο, η φιλοσοφία του δικαίου πολύ λίγο μπορεί να επηρεάσει την άποψη του δικαστικού σώματος.. και πολύ λιγότερο την πρακτική. του.

Οι απόψεις των ανθρώπων για την ελευθερία στο σύγχρονο καπιταλισμό επηρεάζονται σημαντικά, έως και αποφασιστικά - για τον πολύ κόσμο- από τα προβαλλόμενα πρότυπα ζωής. Από αυτά ξεχωρίζει το πρότυπο του «καταναλωτικού ανθρώπου» το οποίο προβάλλεται επιθετικά, επίμονα και μεθοδικά από τα μέσα καταναλωτικής διαφήμισης και χειραγώγησης Και είναι αυτό το πρότυπο το οποίο το σχολείο, ακόμα και όταν το επιδιώκει, δεν μπορεί να το υπερκεράσει..

Καταναλωτισμός και ελευθερία

Με την καθιέρωση και τη γενίκευση της καταναλωτικής κοινωνίας και την προβολή του προτύπού του «καταναλωτικού ανθρώπού» η ελευθερία του ατόμού σε κοινωνικό επίπεδο ερμηνεύεται ως «εργαλείο», ως μέσο για την κατάκτηση της υλικής ευδαιμονίας. Μάλιστα, σε ατομικό επίπεδο ι ερμηνεύεται ως μέσο για την κατάκτηση της προσωmκής ευτυχίας. ‘Έτσι, που η κατάκτηση της υλικής ευδαιμονίας, στην οποία συγκαταλέγεται όχι μόνον το καλό φαί και το καλό ντύσιμο, το καλό σπίτι, αλλά και η δυνατότητα ικανοποίησης στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό των ευδαιμονικών ορέξεων του ατόμου – στη διασκέδαση, στο σεξ, στα ταξίδια κλπ- οι οποίες (ορέξεις) σύμφωνα με τη δυναμική του καταναλωτισμού είναι ατέρμονες. Έτσι που το υπερφιλόδοξο άτομο βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση και προσπάθεια να κατακτήσει το ιδανικό ανθρώπινο πρότυπο της ευδαιμονίας. Ωστόσο αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν την εξαίρεση.

Ο κυρίαρχος τύπος του «καταναλωτικού ανθρώπου» αισθάνεται καλά όταν πετύχει να ικανοποιήσει σε έναν βαθμό τις ευδαιμονικές τους επιθυμίες. Ανάλογο είναι και το περιεχόμενο της έννοιας της ελευθερίας και ο «προβληματισμός» του για την προσωπική ελευθερία. Δεν πρόκειται για ανθρώπους χωρίς ανησυχίες, όμως οι ανησυχίες τους δεν ξεπερνούν το όρια των προσωπικών τούς προσδοκιών και επιδιώξεων ως «καταναλωτικών ατόμων». Τα άτομα αυτά είναι απροβλημάτιστα στα θέματα της ανθρώπινης ελευθερίας, οριζόμενης με κοινωνιολογικούς και φιλοσοφικούς ανθρωπολογικούς όρους.

Δεν υποτιμώ την ερευνητική ενασχόληση με τη στάση αυτού του ανθρώπινου τύπου της εποχής μας απέναντι στο πρόβλημα της ανθρώπινης ελευθερίας. Για τη φιλοσοφική ανθρωπολογία πού υπηρετώ δεν υπάρχει ανθρώπινη συμπεριφορά που να της είναι αδιάφορη. Και υπάρχει για το θέμα αυτό μια καθ όλα αξιόλογη κοινωνιολογική βιβλιογραφία, και στα ελληνικά, κυρίως από ξένούς, αλλά εν μέρει και από έλληνες μελετητές. Η ύπαρξη αυτής της βιβλιογραφίας μου επιτρέπει στο κείμενο που ακολουθεί να αναφερθώ στους προβληματισμούς που αφορούν στο θέμα της ανθρώπινης ελευθερίας στο σύγχρονο κόσμο. Χρησιμοποιώ τον όρο «ανθρώπινη ελευθερία» για να τονίσω τη διαφορά της ελευθερίας στον ανθρώπινο κόσμο από την ελευθερία στο ζωικό κόσμο- αποδεχόμενος την άποψη ότι η αυτόβουλη επιλογή είναι μια καθολική μορφή έκφρασης της ελευθερίας.. Διότι είναι αδιαμφισβήτητο ότι και τα ζώα για να επιβιώσουν προβαίνουν στις απαραίτητες γι αυτό επιλογές για τις οποίες έχούν αναπτύξει όλες τις αναγκαίες για το είδος βιολογικές, αισθητηριακές ή και συναισθηματικές και γνωσιακές ιδιότητες και ικανότητες.

Ο καταναλωτισμός είναι πολιτισμικό στοιχείο του σύγχρονου καπιταλισμού, που επηρεάζει καίρια τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, κατ επέκταση και τις αντιλήψεις για την ανθρώπινη ελευθερία. Αυτό δεν αναιρεί την αλήθεια ότι και τώρα στο σύγχρονο καπιταλιστικό πολιτισμό το κράτος παίζει τον καθοριστικό ρόλο στο θέμα της ανθρώπινης ελευθερίας.΄ ΄Ετσι, ακόμα και η λεγόμενη «κοινωνία των ενεργών πολιτών», που θεωρείται ως μεγάλη δημοκρατική κατάκτηση είναι και αυτή νοητή μέσα από την κατανόηση της σχέσης κράτους και ελευθερίας.

Κράτος και ελευθερία

Το γεγονός ότι γνώρισμα και του σύγχρονου κράτους είναι η νομικά κατοχυρωμένη μονοπωλιακή επιβολή καταναγκασμού και βίας ,τροφοδοτεί την τάση μονομερούς τονισμού του βεμπεριανού ορισμού.για το κράτος.. Αυτό αφορά ειδικότερα όσους υπόκεινται τις κυρώσεις του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού. Αγνοείται το γεγονός ότι το κράτος είναι και μορφή οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας με βάση νομικά και θεσμικά κατοχυρωμένες αρχές συμπεριφοράς. στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η εξασφάλιση του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης και οργανωμένης δράσης όλων των πολιτών, ακόμα και εκείνων , που το αμφισβητούν και επιδιώκουν την ανατροπή του.. Αγνοείται ή υποβαθμίζεται πλήρως ότι γνώρισμα του σύγχρονου αστικού κράτους είναι η συνταγματική αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη του θέματός μας.

Τονίζοντας μονομερώς το γεγονός ότι το κράτος είναι μορφή άσκησης εξουσίας πάνω σε ανθρώπους (αυτό αφορά και το λεγόμενο δημοκρατικό αστικό κράτος) μπορεί κανείς να υιοθετήσει τη άποψη ότι κράτος και ελευθερία είναι δυο ασύμβατοι και ασυμβίβαστοι παράμετροι. ¨Ότι το κράτος συνιστά την κατάργηση της ελευθερίας και η ανθρώπινη ελευθερία συνιστά την κατάργηση του κράτους. Δεν υπάρχει μέση οδός. Δεν υπάρχει κρατικό πλαίσιο το οποίο μπορεί να διασφαλίσει τη μερική έστω ελευθερία του ατόμου. Αυτός είναι ο πυρήνας της άποψης (η της φιλοσοφίας) του αναρχισμού.

Αυτή η άποψη δεν αποδέχεται τη μαρξιστική θέση για την αναγκαιότητα τού εργατικού κράτους για την ιστορική περίοδο μετάβασης από την ταξική κοινωνία στην αταξική κοινωνία η οποία (σύμφωνα με τη μαρξική – μαρξιστική άποψη) θα καταργήσει το κράτος, εισάγοντας την ανθρωπότητα σε μια εποχή οικοδόμησης μιας κοινωνίας, ενός πολιτισμού που σε καθημερινή βάσει θα συνδυάζει τη συλλογική με την ατομική, την προσωπική ελευθερία του καθενός.. Μια κοινωνία αποτελούμενη από πραγματικές ανθρώπινες κοινότητες τα μέλη των οποίων λειτουργούν ως αυτόνομα άτομα, το καθένα με τη δική του αυθεντική πλούσια (σε ενδιαφέροντα και συναισθήματα) προσωπικότητα. Σ αυτή την κοινωνία μπορεί να βρεί την πραγματική έκφρασή της η μαρξική ρήση σύμφωνα με την οποία «η ελευθερία του ενός δεν είναι εμπόδιο, αλλά προϋπόθεση για την ελευθερία των άλλων».

Πρόκειται για μια αντίληψη η οποία υπερβαίνει διαλεκτικά και ουσιαστικά την διαδεδομένη φιλελεύθερη άποψη σύμφωνα με την οποία η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία τού άλλου. Αυτή η άποψη διδάσκεται στο λύκειο και είναι - και γι αυτό το λόγο-διαδεδομένη στη νεολαία, πράγμα που με υποχρεώνει να ασχοληθώ ειδικά μαζί της σε αντιδιαστολή με τη μαρξική άποψη για την ελευθερία του ατόμού ως κοινωνικού όντος. Όμως, προηγουμένως θα πρέπει να επιχειρήσω να δώσω μιαν απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα για το σημερινό νέο, για το σημερινό άνθρωπο, αν το κράτος που λειτούργεί με βάση τις αρχές ενός δημοκρατικού συντάγματος μπορεί να αποτελέσει το πλαίσια για την ανάπτυξη της συλλογικής και της ατομικής ελευθερίας.

Πρόκειται για ένα σύνθετο πρόβλημα για το οποίο επέλεξα να διατυπώσω την κατασταλαγμένη δική μου άποψη, γνωρίζοντας ότι για το θέμα αυτό υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία για την οποία έκρινα ότι δεν είναι απαραίτητο να αναφερθώ σ αυτό εδώ το πόνημα, έστω και ενδεικτικά. Εξάλλου, η άμεση εμπειρία του σκεπτόμενου κοινωνικού ατόμού επιτρέπει σε αυτό να παρακολουθήσει και να κρίνει το συλλογισμό που ακολουθεί, μαζί και τις σχετικές αναφορές και, εκτιμήσεις

Το σύγχρονο αστικό κράτος δεσμεύεται συνταγματικά να εξασφαλίσει στην πράξη τις προϋποθέσεις για την κατίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην καρδιά των οποίων είναι η ατομική και η συλλογική ελευθερία των πολιτών. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να συγκροτήσουν μια πολιτική οργάνωση, ένα κόμμα, να αναπτύξουν ένα κίνημα το οποίο στοχεύει στην ανατροπή του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος, που εκφράζει και υπηρετεί την εξουσία του κεφαλαίου.

Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη έκφραση των πολιτών που επιζητούν και παλεύουν για την ανατροπή του αστικού συστήματος μπορεί να προσβάλλει καίρια την ιδεολογική συνοχή της κοινωνίας. .Και είναι αυτό βασική επιδίωξη όχι μόνον του αστικού πολιτικού κατεστημένου, αλλά και του ίδιου του κεφαλαίου.... Με αυτή την παρατήρηση θίγω ένα θέμα που απαιτεί τη συγγραφή μιας μονογραφίας για τους λόγους που έχουν κάνει τη σύγχρονη αστική τάξη να θεσμοθετεί ένα δημοκρατικό καθεστώς οργανικό στοιχείο του οποίου είναι η νόμιμη αμφισβήτηση της ιδεολογικής ή και της πολιτικής συνοχής του συστήματος , ακόμα και η συνταγματικά κατοχυρωμένη δραστηριότητα για την ανατροπή του.

Μιλώ ειδικά για την εποχή μας που η δικτατορική οργάνωση και λειτουργία του κράτους απορρίπτεται από όλα τα αστικά κόμματα, γενικότερα από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Θα μπορούσα να πω ότι δεν υπάρχει κόμμα, πολιτική συσπείρωση που να μην πολιτεύεται στο όνομα της δημοκρατίας, Ακόμα και τα δικτατορικά (στρατιωτικά και πολιτικά) πραξικοπήματα γίνονται με το πρόσχημα της απειλής ανατροπής της αστικής δημοκρατίας. Από μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να πει κανείς ότι η σύγχρονη αστική. τάξη είναι ο θεματοφύλακας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν ην καταβολή τους στη Γαλλική Επανάσταση όπως αυτά διαμορφώθηκαν με τη χάρτα του ΟΗΕ, βελτιώθηκαν και εξειδικεύτηκαν από άλλα διεθνή φόρουμ κατοχυρωμένα από αυτό που ονομάζεται Διεθνές Δίκαιο..

Με δεδομένο το γεγονός ότι το αστικό δίκαιο, το δίκαιο της αστικής δημοκρατίας δίνοντας έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα υποσκάπτει την ιδεολογική και την πολιτική συνοχή της κοινωνίας, σε συνδυασμό με την εμπειρικά βεβαιωμένη αλήθεια ότι η δημοκρατία ενδείκνυται ως το λιγότερο επισφαλές σύστημα διακυβέρνησης, οδηγεί την αστική τάξη στην εφαρμογή διαφόρων μεθόδων παραβίασής του : από τις μεθοδεύσεις του εκλογικού συστήματος, ως το καταναγκασμό του ψηφοφόρου πολίτη και την χρησιμοποίηση του κατασταλτικού μηχανισμού, με σκοπό τη διατήρηση της συνοχής του συστήματος, όταν δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ιδεολογική και πολιτική συνοχή της κοινωνίας.

Όμως, χωρίς να απαρνείται τη δημοκρατία ως το καταλληλότερο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης, την οποία απαρνείται όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος για τη διαφύλαξη της εξουσίας της από την χειροπιαστή απειλή κατάργησής της. Για να επανέλθει στη δημοκρατία, μετά από την αποσόβηση της απειλής, με τους όρους και τον τρόπο λειτουργίας για τους οποίους πολύ σύντομα αναφέρθηκα παραπάνω. Πάντως, η σύγχρονη αστική τάξη (τα πολιτικά κόμματα και το ιδεολογικό κατεστημένο που την εκφράζει και την υπηρετεί) δεν θέλει να φανεί στα μάτια του λαού, στα μάτια του κόσμου ότι δεν διέπεται από τις ιδέες του φιλελευθερισμού, ότι δεν είναι ο τοποτηρητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων . Το κάνει αυτό και από το φόβο της συνεπούς εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την επαναστατική αριστερά, πράγμα που μπορεί να θέση σε κίνδυνο την εξουσία της. Γι αυτό δίνει ιδιαίτερο βάρος στους μηχανισμούς ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης των πολιτών.. Και είναι αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο που ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να λάβει μια ανατρεπτική πολιτική και κοινωνική δυναμική ,με την έννοια της ελευθερίας να αποκτά επαναστατικό προοδευτικό περιεχόμενο.

Για το σκοπό αυτό οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις προωθούν με κάθε τρόπο (πρώτα απ΄ όλα μέσα από την παιδεία και τα ΜΜΕ) τις δικές τους ερμηνείες για την ελευθερία και για τα ανθρώπινα δικαιώματα που εξυπηρετούν την ιδεολογική χειραγώγηση των ανθρώπων, των πολιτών, με σκοπό την εξασφάλιση της ιδεολογικής συνοχής του λαού ή έστω της ιδεολογικής του σύγχυσης (και με τη μέθοδο της υπερπληροφόρησης) που αποκλείει την δραστική αμφισβήτηση της εξουσίας τού κεφαλαίου, αλλά και του αστικού κράτους που την εκφράζει και την υπηρετεί.

Παρόλα αυτά είναι λάθος να υποστηρίζεται ότι η αστική δημοκρατία είναι στον αντίποδα της ελευθερίας, ότι είναι μορφή άσκησης της δικτατορίας της αστικής τάξης έναντι των εργαζομένων, του λαού, και τίποτα περισσότερο. Αυτή η κατηγορηματική διατύπωση εμποδίζει διανοητικά να δει κανείς την άλλη πλευρά της δημοκρατίας που επιτρέπει στις δυνάμεις που αμφισβητούν το αστικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς να αναπτύξουν, ακόμα και χωρίς να παραβιάζουν ουσιαστικές αρχές του συντάγματος, οργανωμένη και συνεπή πολιτική δράση που στοχεύει στην ανατροπή του. Και είναι αυτό, από τη μεριά αυτών των δυνάμενων αυθεντική μορφή έκφρασης της ελευθερίας, η οποία καταδεικνύει έμπρακτα την ορθότητα της ρήσης ότι η ελευθερία είναι με το μέρος εκείνων που αγωνίζονται ενάντια σε κάθε μορφή ανελευθερίας, καταπίεσης και σκλαβιάς.

Δεν πρέπει βέβαια να αγνοείται το γεγονός ότι το αστικό σύνταγμα, που κατοχυρώνει την ισονομία, την ισότητα των πολιτών, δεν μπορεί να κατοχυρώσει την ισότιμη σχέση μεταξύ εργαζομένων και εργοδότη- επιχειρηματία. Αντίθετα, κατοχυρώνει τη σχέση εξάρτησης του εργαζόμενου από τον εργοδότη, ως κυρίαρχη μορφή δυανθρώπινων σχέσεων της αστικής δημοκρατίας. Κατοχυρώνει την εξουσία του κεφαλαίου πάνω στον εργαζόμενο πλήττοντας καίρια την θέλησή του για ελευθερία. Η μόνη δυνατότητα «ελευθερίας» του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη είναι ότι μπορεί χωρίς νομικές κυρώσεις να τον εγκαταλείψει οποιαδήποτε στιγμή όμως,, , για να πάει, σε έναν άλλον εργοδότη με τους ίδιους όρους εξάρτησης από αυτόν. Βέβαια, αυτό, κρινόμενο με ιστορικούς όρους, είναι μία εξέλιξη, αρκεί να αναφερθώ εδώ στη σχέση εργαζόμενου και ιδιοκτήτη- εργοδότη στο δουλοκτητικό και στο φεουδαρχικό καθεστώς, ¨Ομως δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πάνω και από την όποια ιστορική συγκυρία και εποχή υπάρχει η ηθική καταδίκη για τη βαρβαρότητα απέναντι σε ανθρώπους. Καμία ηθική δεν μπορεί να δεχτεί και να αποδεχτεί τη μεταχείριση ανθρώπων ως μέσων και μάλιστα με τη βαρβαρότητα που χαρακτήριζε αυτά τα καθεστώτα. Εξάλλου, η μεταχείριση των ανθρώπων από τους εξουσιαστικά ισχυρούς είναι πέραν της έννοιας της ελευθερίας, ειδικότερα όταν τις κρίνουμε με ηθικούς όρους..

Πάντως είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο σύγχρονος άνθρωπος συνδέει την έννοια της ελευθερίας με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της σύγχρονης κοινωνίας ,οριζόμενου με τους όρους της ανθρώπινης δημιουργίας- την τεχνολογία και την επιστήμη.. Αυτό πιο έντονα χαρακτηρίζει τους ανθρώπους με αναπτυγμένα ηθικά αντανακλαστικά.. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν το (οικονομικό, επιστημονικό, τεχνολογικό, μορφωτικό – εκπαιδευτικό ) επίπεδο ανάπτυξης του σύγχρονου κόσμου δικαιολογεί τη διατήρηση της σχέσης εξάρτησης του εργαζόμενου από τον εργοδότη, γενικότερα αν δικαιολογεί το καθεστώς εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Συνδικαλισμός και ελευθερία

Ο σύγχρονος άνθρωπος με ηθικές ευαισθησίες δεν αρκείται με τη συνταγματική κατοχύρωση μορφών «ελευθερίας» που αδιαφορούν για. την προσωπικότητα του ατόμου Τέτοια είναι η μορφή «ελευθερίας» του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη που αναφέρεται στο δικαίωμα της απεργίας («ιερό» το ονομάζουν αστοί πολιτικοί, θέλοντας να δώσουν έμφαση στην ποιότητα της αστικής δημοκρατίας) καθώς και στο δικαίωμα διαπραγμάτευσης των εργαζομένων μαζί του για θέματα μισθοδοσίας, χωρίς βέβαια και αυτή η «ελευθερία» να αλλάζει στην ουσία τη σχέση εργοδότη- εργαζόμενου.

Πραγματικά στοιχεία ελευθερίας (χωρίς εισαγωγικά) περιέχοντα στο δικαίωμα του συνδικαλισμού και της συνδικαλιστικής πάλης, που βέβαια και αυτή η συνθήκη δεν αλλάζει το καθεστώς της εξάρτησης του εργαζόμενου από την εργοδοσία, δεν αλλάζει το καθεστώς εξουσίας του Κεφαλαίου έναντι της Εργασίας. .Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι ο συνδικαλισμός και κυρίως η συνταγματικά κατοχυρωμένη δυνατότητα πάλης ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου είναι μια κατάκτηση των εργαζομένων, των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων εν γένει η οποία έχει ενσωματωθεί στο αστικό σύνταγμα και είναι λειτουργική στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας.

Στο σημείο αυτό αξίζει να ειπωθεί ότι στη δημοκρατία η ελευθερία εκφράζεται και πιστοποιείται σε δυο επίπεδα.

1) Στη δημοκρατία οι πολίτες έχούν ένα ευρύ πεδίο ανάπτυξης δραστηριοτήτων που τα φέρνουν αντιμέτωπα με τους κανόνες και τις πρακτικές περιορισμού της ελευθερίας τους, αλλά και αξιοποίησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που το κυρίαρχο πολιτικό καθεστώς και οι δυνάμεις που το υπηρετούν αδυνατούν ή και εσκεμμένα αρνούνται τη συνεπή πραγμάτωσή τους. Αυτό συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που τα συλλογικά ταξικά και μαζί τα ιδιοτελή ατομικά συμφέροντα είναι ανταγωνιστικά, επομένως λογικά και πρακτικά είναι ασυμβίβαστα. Η μόνη λογική η οποία μπορεί να ισχύσει στον όποιον συμβιβασμό μεταξύ τους είναι η λογική του οικονομικά και πολιτικά. ισχυρότερου,. Σ αυτή τη χαρακτηριστική για την αστική δημοκρατία συνθήκη η «διευθέτηση» των διαφορών κατ ανάγκη ενισχύει τη θέση του ισχυρού, εφόσον το παιχνίδι παίζεται με υποχρεωτικό πλαίσιο αναφοράς το κυρίαρχο οικονομικό και κρατικό σύστημα. Στην περίπτωση αυτή ο βαθμός της ελευθερίας των αδύναμων είναι τόσος όσες είναι και οι θέσεις τις οποίες έχουν κατακτήσει με τους αγώνες τους έναντι των ισχυρών Στον καπιταλισμό κυρίαρχη και μαζί χαρακτηριστική μορφή σύγκρούσης των αδυνάτων έναντι των ισχυρών.. είναι η σύγκρουση των δυνάμεων της εργασίας με τις δυνάμεις του κεφαλαίού. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι η συνταγματική κατοχύρωση αυτής της συνθήκης αποτελεί ουσιαστικό δείγμα της ελευθερίας που διέπει το αστικό σύνταγμα και την αστική δημοκρατία. Με βάση αυτή τη συνθήκη αναπτύσσονται οι συνδικαλιστικοί διεκδικητικοί αγώνες των εργαζομένων, οι οποίοι μπορούν να περιορίσουν το βαθμό ή και τις μεθόδους εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Με αυτή την έννοια περιορίζουν την ασυδοσία τού καθεστώτος της ανελευθερίας, όμως δεν τo καταργούν.

Τόση είναι και η ελευθερία των επιλογών τους .Πάντως, οριζόμενη με ηθικούς όρους η ελευθερία είναι με το μέρος των εργαζομένων¨. Είναι με το μέρος των αδύνάτων, των αδικημένων και όχι με το μέρος των εκμεταλλευτών τους, με το μέρος των ισχυρών. Με δεδομένη αυτή τη συνθήκη η ισχύς δεν συμβαδίζει με την ηθική. Η ισχύς που βασίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπων δεν έχει ούτε ηθικό κύρος, ούτε ηθικά ερείσματα. Ειδικότερα εκεί που το καθεστώς της εκμετάλλευσης ανθρώπού από άνθρωπο βασίζεται στη μεγάλη ατομική ιδιοκτησία και στην αυξητική δυναμική της.

2) Ανώτερη βαθμίδα ελευθερίας, οριζόμενη με ηθικούς όρούς, εκπροσωπούν και πραγματώνουν όσοι αγωνίζονται συνειδητά και ανυποχώρητα για την κατάργηση του καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο, για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας της αλληλεγγύης ατόμων, συλλογικοτήτων και λαών, όπού η ελευθερία τον ενός δεν είναι εμπόδιο, δεν είναι φραγμός, αλλά προϋπόθεση για την ελευθερία των άλλων.

Με δεδομένη την αρνητική ιστορική εμπειρία και την παγκόσμια κυριαρχία του κεφαλαίου θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για ουτοπία. Για όποιον αποδέχεται αυτή την άποψη θα έλεγα ότι δεν μπορεί να αρνηθεί την ηθική αξία, την ηθική δύναμη αυτής της ουτοπίας, με δυνητικές ή και πραγματικές πολιτικές προεκτάσεις, για κάποιες χώρες. Μέσα από αυτή την ουτοπία εκφράζεται η αρχή της οικουμενικής ανθρώπινης ηθικής, στην καρδιά της οποίας είναι η αρχή του ουμανισμού (ανθρωπισμού) σύμφωνα με την οποία το σημαντικότερο για τον άνθρωπο είναι ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από την εθνικότητά,, την ταξικότητα, τη θέση του στην κοινωνία, την ηλικία, το φύλλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία και την ιδιαίτερη πολιτιστική του ταυτότητα.

Η σύμπτωση ουτοπίας και ηθικής είναι πολιτικά λειτουργική;

Ωστόσο, θα πρέπει να πούμε ότι στην εποχή μας αυτή η σύμπτωση ουτοπίας και οικουμενικής ηθικής εκφράζει όσο ποτέ άλλοτε μια εσωτερική ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτή η σύμπτωση έχει την αναφορά της στο γεγονός ότι το επίπεδο ανάπτυξης της ανθρώπινης δημιουργικότητας καθιστά την ουτοπία αυτή ιστορικά ρεαλιστική.

Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία δεν διαμορφώνεται με τις αρχές και τη δύναμη της ηθικής, αλλά με τις αρχές και τη δύναμη της πολιτικής και της οικονομίας που καθορίζουν ανάλογα τις ανθρώπινες πράξεις και συμπεριφορές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ηθική είναι αμέτοχη σ αυτή τη διαδικασία.

Με δεδομένη αυτή τη συνθήκη το πρόβλημα των ανθρώπων που πιστεύουν και αγωνίζονται γι αυτή την «ουτοπία» έχει να κάνει με την ανάγκη συνδυασμού της ηθικής με την πολιτική - γνωρίζοντας ότι η πολιτική δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να παραβιάζει τις αρχές και τις αξίες της ηθικής ή ακόμα και χωρίς να αποκλείεται η ολοσχερής ακύρωσή του ουμανισμού που είναι στη βάση της ηθικής.

. Η ηθική στο επίκεντρο της οποίας είναι ο ανθρωπισμός, δηλαδή το αίτημα προς τον καθένα να αντιμετωπίζει τον καθένα ως το σημαντικότερο, να τον αντιμετωπίζει ως αυταξία, ως σκοπό και όχι ως μέσο, είναι σε κάθε περίπτωση αντιμέτωπη με την πολιτική στη βάση της οποίας είναι ο αγώνας για την εξουσία και η άσκηση της εξουσίας, που είναι πάντα εξουσία πάνω σε ανθρώπους και όχι μόνον εξουσία πάνω στα πράγματα Και βέβαια η πολιτική δεν έχει ενδοιασμούς να χρησιμοποιεί τους ανθρώπους ως μέσο για τους σκοπούς, για τις επιδιώξεις της.. Εξάλλου, εξουσία χωρίς βία είναι αδιανόητη και αδύνατη. Το ερώτημα είναι ο βαθμός, τα μέσα και η εμβέλεια άσκησης της βίας, καθώς και το ερώτημα : βία γιατί, για ποιον κοινωνικό και ιστορικό σκοπό, βία εναντία σε ποιον (σε ποιους) και για ποιον (για ποιους). Η άσκηση εξουσίας, η άσκηση βίας εναντίον ανθρώπων συνιστά καίρια παραβίαση της αρχής του ανθρωπισμού και κατ επέκταση παραβίαση της ανθρώπινης ελευθερίας όπως την ορίσαμε παραπάνω, αφού δεν αποτελεί προϋπόθεση αλλά εμπόδιο, φραγμό για την ελευθερία των άλλων, εκείνων που υπόκεινται τη βία.

Το πρόβλημα είναι ότι η ανατροπή τού καθεστώτος εξουσίας πάνω σε ανθρώπους, κατ ανάγκη προϋποθέτει την πολιτική και τη χρήση των μέσων της πολιτικής. Διότι όπως είπαμε η ιστορία δεν γίνεται με τη δύναμη της ηθικής αλλά με τη δύναμη της πολιτικής, στην οποία προσαρμόζεται η ηθική, η οποία και παραβιάζεται ή και καταργείται, τουλάχιστον ως προς κεντρικό της πυρήνα, τον ανθρωπισμό. Ειδικότερα στην περίπτωση που η πολιτική σύγκρουση οδηγεί στον πόλεμο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, σύμφωνα με τον Κλαούσεβιτς ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα.

Είναι συμβατός ο πόλεμος με την ανθρώπινη ελευθερία;

Ο πόλεμος, ο κάθε πόλεμος, ακόμα και ο λεγόμενος δίκαιος πόλεμος συνιστά τη στέρηση της ελευθερίας ανθρώπων, ακόμα και τη στέρηση της ζωής τούς. Όμως, δεν θα πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι ο δίκαιος πόλεμος στοχεύει στην αποτροπή στέρησης της ελευθερίας ή και της ζωής μιας ανθρώπινης κοινότητας ή και ενός ολόκληρού λαού ή/ και στην ανάκτηση της χαμένης εθνικής ανεξαρτησίας του, πού είναι μια μορφή έκφρασης της ελευθερίας του, τουλάχιστον ως προς την εθνική πολιτιστική του ταυτότητα, που ο λαός τη βιώνει ως υπαρξιακή... απώλεια Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως ένας τέτοιος πόλέμος γίνεται κάτω από το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος.

Όταν η προσπάθεια κατάργησης της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας ενός λαού βιώνεται ως πράξη κατάργησης της ανθρώπινης υπόστασής του, δηλαδή όταν βιώνεται ως συλλογικό υπαρξιακό ανθρώπινο πρόβλημα, τότε η έννοιες ζωή και θάνατος ορίζονται σε σχέση με την έννοια της ελευθερίας. Σ αυτή την περίπτωση . η πράξη της αυτοθυσίας βιώνεται από την κοινότητα, από το λαό, ως υπέρτατη μορφή ηθικότητας.

Οι επαναστάτες του 21 αγωνίστηκαν κάτω από τη σημαία Ελευθερία ή Θάνατος, με την πίστη και τη βεβαιότητα ότι πράττουν το ηθικό τους καθήκον απέναντι στον ελληνικό λαό, απέναντι στους καταπιεσμένους έλληνες που ζητούσαν την ελευθερία. .Ακόμα θα μπορούσε να πει κανείς ότι βίωναν την πράξη τους ως ανθρώπινο χρέος, ότι , το έκαναν αυτό με τη πεποίθηση ότι ανταποκρίνονται στην ορθόδοξη χριστιανική ηθική, που εξ ορισμού θεωρείται ότι οι αρχές και οι αξίες της έχουν (πρέπει να έχουν) οικουμενική ισχύ, πιστεύοντας ότι μέσα από τις πράξεις τους καταξιώνονταν, ο «δημιουργός» του κόσμου και τού ανθρώπου. Κανένας δεν σκεφτόταν ή δεν τολμούσε - κάτω από εκείνες τις συνθήκες- να σκεφτεί (ή να θελήσει να μάθει) ότι και οι εχθροί, οι μωαμεθανοί τούρκοι πολεμούσαν εναντίον τους στο όνομα μιας τέτοιας ή παρόμοιας ηθικής και πίστης. Όμως, ας επαναλάβω ότι σε έναν εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο η ηθική είναι πάντα με το μέρος εκείνων που αγωνίζονται για την ανεξαρτησία της χώρας τους, και για την εθνική ελευθερία του λαού τους. .Οφείλω βέβαια να πω ότι πράξεις εθνοκάθαρσης και μαζικών εκτελέσεων, κυρίως άμαχου πληθυσμού, ακυρώνουν την ηθική ανωτερότητα των «απελευθερωτών». Και μαζί την ιδιότητά τους ως φορέων της ελευθερίας.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσω ότι προσεγγιζόμενη η έννοια της ελευθερίας μέσα από την οπτική του ανθρωπισμού η λέξη θάνατος δεν δηλώνει μόνον την απόφασή του αγωνιστή για αυτοθυσία, δεν αφορά μόνον τη ζωή του, αφορά , πολύ περισσότερο, τη ζωή του εχθρού, αφού στον πόλεμο λειτουργεί η λογική και η πρακτική : ο θάνατος σου η ζωή μου. Αλλά και επειδή δεν πάει κανείς στον πόλεμο για να σκοτωθεί, αλλά για να σκοτώσει. Στο σημείο αυτό διαφοροποιούνται οι μουσουλμάνοι καμικάζι, που για να σκοτώσουν θα πρέπει απαραίτητα να σκοτωθούν, θα πρέπει να πεθάνουν.*

-----------------------.

  • Σημειώνω απλώς εδώ χωρίς να μπορώ να προχωρήσω στην ανάλυση- εξήγηση του φαινομένου των Ταλιμπάντ οι οποίοι αγωνίζονται στο Αφγανιστάν για την απαλλαγή της χώρας τους από την κατοχή ξένων δυνάμεων χωρίς αυτός ο αγώνας να μπορεί να χαρακτηριστεί με τους όρους της ελευθερίας, αφού κοινωνικός στόχος αυτού του αγώνα είναι η διατήρηση, η αποκατάσταση του καθεστώτος της ακραίας σκλαβιάς, ειδικότερα σε ότι αφορά τις γυναίκες, που η σκλαβιά συνοδεύεται ή και συνδυάζεται με τον απόλυτο ανθρώπινο εξευτελισμό τους, Το παράδοξο για το σύγχρονο φωτισμένο άνθρωπο είναι ότι οι Ταλιμπάντ βιώνουν αυτόν τον αγώνα ως αγώνα για την ελευθερία, μάλλον επειδή ο αγώνας αυτός γίνεται στο όνομα του Αλλάχ....Διατυπώνω την υπόθεση ότι ο αγώνας εναντίον εκείνου που πιστεύει και αισθάνεται κανείς ως το απόλυτο κακό βιώνεται ως αγώνας για την ελευθερία. Ειδικότερα αν αυτός ο αγώνας πιστεύεται ότι εκφράζει τη θέληση του απόλυτου καλού, εκφράζει τη θέληση του παντοδύναμου, παντογνώστη και δίκαιου Θεού... ¨Ετσι μάλλον εξηγείται το φαινόμενο οι βαρβαρότητες, ακόμα και το ξεκλήρισμα ενός ολόκληρου λαού να μην αφήνει στη συνείδηση των εκτελεστών ηθικά προβλήματα, να μην βιώνεται ως παθολογικό φαινόμενο. ¨Σπεύδω όμως να πω ότι όλες αυτές οι σκέψεις- υποθέσεις χρίζουν ειδικής μελέτης, για την οποία, εξάλλου, υπάρχει ερευνητικό υλικό. .......

-------------------------------------

Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει αβίαστα ότι ο αγώνας ( ο πόλεμος) του 1821 ήταν ένας αγώνας για την εθνικά οριζόμενη ελευθερία, ένας αγώνας για την εθνική απελευθέρωση, με στοιχεία κοινωνικής αναγέννησης και προόδου, στον οποίο αγώνα, όμως, κυριαρχούσε το πρώτο σκέλος αυτού του διπλού στόχου, ενώ το δεύερο σκέλος χαρακτήριζε κυρίως τη σκέψη των ιδεολόγων αυτού του αγώνα, τη σκέψη των στοχαστών (Κοραής Ρήγας Φεραίος και άλλοι) και λιγότερο τj καθόλού τη σκέψη των αγωνιστών, παρά μόνον κατά περίπτωση..

Γι αυτό μιλώντας με τους όρους της κοινωνικής φιλοσοφίας θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτός ήταν ένας αγώνας από κάτι και λιγότερο ήταν ένας αγώνας για κάτι. Η κοινωνική απελευθέρωση του λαού ήταν το αδύνατο σημείο αυτού του αγώνα. Ακόμα και η αναμενόμενη αγροτική μεταρρύθμιση έμεινε ανεκπλήρωτη. Το καθεστώς των κοτζαμπάσιδων έμεινε στην πράξη ανέπαφο. Η Ελλάδα απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό, χωρίς να μπορέσει να προχωρήσει αποφασιστικά στην πραγμάτωση των προοδευτικών ιδεών του διαφωτισμού. Χωρίς να μπορέσει ή χωρίς να θέλει να αυτοκυβερνηθεί ως μια καθ όλα ανεξάρτητη χώρα. Οι ηγέτες της χώρας αμέσως μετά την απελευθέρωση έσπευσαν να αναστηλώσουν τη βασιλεία, με έναν ξενόφερτο βασιλιά, αφού βιολογικά είχε ανακοπεί η συνέχεια των βασιλιάδων του Βυζαντίου (άδηλη αρχή πού λειτουργούσε στις συνειδήσεις ως θέσφατο). Ενώ οι οπλαρχηγοί, και ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έσπευσε να τον υποδεχτεί στο Ναύπλιο - μάλλον για τακτικούς λόγους.

.

Πάντως, η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους με αστικούς όρους, παρά τις ανακολουθίες αυτής της ιστορικής διαδικασίας, ήταν μια κατάκτηση με αναμφισβήτητη ιστορική αξία και σημασία για τους "Ελληνες, ήταν μια εξέλιξη με σοβαρά στοιχεία πολιτικής ελευθερίας. ¨Όμως αυτή η διαδικασία δεν είχε τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής επανάστασης. Η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση δεν εξελίχτηκε σε κοινωνική επανάσταση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για όλο το 19-ο αιώνα αυτή η εξέλιξη δεν είχε καν στοιχεία κοινωνικής απελευθέρωσης του εργαζόμενου λαού. Από αυτή την άποψη η εαμική εθνική αντίσταση ήταν η κορυφαία στιγμή στην νεοελληνική ιστορία. Είναι γνωστό ότι στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας το ΕΑΜ προχώρησε σε αλλαγές με σαφή τα στοιχεία της πολιτικής και της κοινωνικής επανάστασης.(βλέπε εφαρμογή του αναλογικού εκλογικού συστήματος, την πολιτική και κοινωνική ισότητα των γυναικών, το ρηξικέλευθο σύστημα αυτοδιοίκηση, τη δωρεάν παιδεία κλπ). Το εαμικό κίνημα συνέδεσε στη συνείδηση των αγωνιζόμενων και του λαού την ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης με την ιδέα της κοινωνικής απελευθέρωσης, της κοινωνικής προόδου. Μάλιστα, ειδικότερα στις συνειδήσεις των νέων της ΕΠΟΝ η ιδέα της ελεύθερης πατρίδας συνοδεύτηκε με την ιδέα της οικουμενικής ελευθερίας. « Θέλουμε εμείς ελεύθερη πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά», τραγουδούσαν με πάθος οι επονίτες, αλλά και το εμπνευσμένο, από την ιδέα για τη βαλκανική ομοσπονδία του Ρήγα Φεραίου, τραγούδι με τον τίτλο Για σε πατρίδα μας Ελλάδα, με τους εξής στοίχους: «Αυτά που έγραψε ο Ρήγας/ έναν καιρό παλιό καιρό/ Οι Παρτιζάνοι στα Μπαλκάνια/ το κάνουν έργο ζωντανό. Θα φκιάξουμε μια κοινωνία/ Όλοι οι λαοί να ενωθούν/ Μίση παλιά και άλλες έχθρες/ παντοτινά να ξεχαστούν.» *

--------------------------------------------

* Βλέπε Μιχάλης Αλ Ράπτης, Η Εθνική Αντίσταση.... Επιλογή διακοσίων αντιστασιακών ποιημάτων και τραγουδιών. ΑΘήνα, 2003,

σελ. 174.

---------------------------------

Όμως, αν με την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και τη δημιουργία ( σε μια χρονική διάρκεια) του νεοελληνικού κράτους είχαν πραγματωθεί μερικές από τις ιδέες και τις επιδιώξεις της Φιλικής Εταιρίας, η ρηξικέλευθη ιδέα του Ρήγα Φεραίου για ομοσπονδία των λαών της Βαλκανικής που θα άνοιγε τους ορίζοντας για την αναζήτηση κοινής μοίρας των λαών της, χωρίς βίαιους εθνικισμούς, με αντίστοιχη διεύρυνση της εμβέλειας και του περιεχομένού της ελευθερίας, δεν έγινε πραγματικότητα. Βαθμιαία και μάλλον μεθοδικά κυριάρχησε ο εθνικισμός. Από τη στιγμή που η πολιτική διεξαγόταν με τους όρους του εθνικισμού, η επιδίωξή του Ρήγα για την υπέρβασή του είχε χάσει τα πραγματικά λαϊκά του ερείσματα, σε όλες τις βαλκανικές χώρες.

Η φιλελεύθερη και η μαρξιστική άποψη για την ανθρώπινη ελευθερία

Κατά την ανάπτυξη του θέματος έχω αναφερθεί στη γνωστή αρχή – άποψη σύμφωνα με την οποία η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου.. Πρόκειται για άποψη η οποία λειτουργεί ως κανόνας συμπεριφοράς στη συνείδηση των ατόμων με φιλελεύθερες αντιλήψεις για τη στάση ατόμου προς άτομο. Θεωρείται αυτή η στάση ως κάτι το αυτονόητο για την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής που πραγματώνεται με τους όρους του αλληλοσεβασμού μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς να θίγεται η αυτοτέλεια κανενός. Μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο σεβασμός της ελευθερίας του άλλου λειτουργεί συγχρόνως και ως αυτοσεβασμός του καθένα ως κοινωνικού ατόμου. Άτομο που δεν σέβεται την ελευθερία του άλλου δεν είναι ώριμο κοινωνικό άτομο. Αυτή η αρχή λειτουργεί απέναντι στο άτομο ως αυτονόητη ηθική προτροπή, ως αξία η οποία χαρακτηρίζει το λεγόμενο πολιτισμένο άτομο. Με δεδομένο ότι, ειδικότερα στην εποχή μας, όλα τα αυτονόητα πρέπει να υποβάλλονται στην κριτική, θα επιχειρήσω σύντομα να σχολιάσω αυτή τη ρήση με τους όρους της κοινωνικής και της ανθρωπολογικής φιλοσοφίας, με αναφορά στην άποψη η οποία αντιλαμβάνεται την ελευθερία του ενός ως προϋπόθεση για την ελευθερία των άλλων.

Εξατομικευμένη ως ηθική προτροπή αυτή η φιλελεύθερη ρήση είναι σα να σου λεει . Κάνε ότι επιθυμείς φτάνει η πράξη σου να μην βλάπτει τον άλλο.

Δεχόμενοι ότι αυτή η προτροπή έχει καθολικό χαρακτήρα, απευθύνεται σε όλους, μπορούμε να πούμε ότι συνιστά θετική διατύπωση της γνωστής ρήσης: μην κάνεις στον άλλον ό,τι δεν θα ήθελες αυτός να κάνει σε σένα. Το ερώτημα είναι η εμβέλεια και η λειτουργικότητα , αυτής της γενικής αρχής.

Η εμβέλεια αυτής της αρχής είναι προφανής. Από την ίδια τη διατύπωση της

προκύπτει ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει το όριο της σχέσης ατόμου προς άτομο. Η υπέρβαση αυτής της σχέσης προσβάλει την αρχή. Αυτό σημαίνει ότι αυτή η άποψη δεν αφήνει περιθώρια στη δυναμική της ελευθερίας. Με δεδομένη τη δυναμική, που είναι στη φύση της ελευθερίας, η εφαρμογή της στην πράξη συνιστά , ,στην καλύτερη περίπτωση, τη μερική ακύρωσή της. Δεν νοείται να είναι κανείς ελεύθερος με περιορισμούς!. ¨Όμως, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς σ αυτή τη θέση τη σκέψη ότι ο περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου σ αυτή την περίπτωση δεν έχει το χαρακτηριστικό του εξαναγκασμού. Το άτομο έχοντας συνείδηση της κοινωνικότητάς του και του ηθικού χρέους του να σέβεται την ελευθερία του άλλου, αποφασίζει να περιορίσει τη δυναμική της ελευθερίας του. Ό,τι είναι συνειδητό δεν είναι ανελεύθερο- θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς επιγραμματικά την αντίρρησή του.

Όμως, όσο κι αν είναι ευλογοφανείς, αυτές οι αντιρρήσεις στερούνται σοβαρού υπόβαθρού, για τους εξής λόγους:

α) ο περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου μπορεί να γίνει (ή ακόμα θα μπορούσα να πω είναι επιβεβλημένο να γίνει) στην περίπτωση που δεν θίγεται καίρια η προσωπικότητά του. Ο συνειδητός περιορισμός της ελευθερίας του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη από τη θέληση του οποίου εξαρτάται ακόμα και η επιβίωσή του ή/ και η ανάδειξή του, θίγει καίρια την προσωπικότητά του. .Ο εργαζόμενος δεν έχει περιθώρια ελεύθερης επιλογής. Την αναγκαστική σχέση του με τον εργοδότη τη βιώνει ως στέρηση της ελευθερίας του, ή ακόμα και ως δουλεία. Σ αυτή την περίπτωση (που είναι και η πλέον χαρακτηριστική στην εποχή μας) η αποδοχή της ρήσης ότι η ελευθερία του ενός (του εργάτη) σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου (του εργοδότη,) είναι σαν να συναινεί συνειδητά στην διατήρηση και την αναπαραγωγή αυτής της κατάστασης ανελευθερίας. Με απλά λόγια: η ελευθερία του ενός, του εργοδότη, δεν σταματά εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου, του εργαζόμενου, αφού εκ των πραγμάτων η στέρηση της ελευθερίας του είναι στην ουσία αυτής της σχέσης και επηρεάζει τη στάση και των δυο μερών. Στον καπιταλισμό, εργοδότης που αγνοεί την ουσία αυτής της σχέσης είναι εξ ορισμού αποτυχημένος.. «Οφείλει» λοιπόν αν θέλει να διατηρήσει την ταυτότητά του, την προσωπικότητά του, ως εργοδότης, ως επιχειρηματίας, ως καπιταλίστας να διατηρεί με κάθε τρόπο αυτή τη σχέση,. Το κάνει αυτό και επειδή στον καπιταλισμό αυτό του προσδίδει κοινωνική αναγνώριση ή ακόμα και κοινωνικό κύρος. Γι αυτό φροντίζει ο μηχανισμός ιδεολογικής χειραγώγησης της κοινωνίας, μαζί και των εργαζομένων που στερούνται για λογαριασμό του, την ελευθερία τους. Κυρίως όσοι εργάζονται στα ΜΜΕ.

β) Σε μια κοινωνία, όπως ο καπιταλισμός, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο η φιλελεύθερη αρχή για την οποία εδώ γίνεται λόγος είναι ανεφάρμοστη. Η εφαρμογή της εξ ορισμού .αναιρεί τη σχέση εκμεταλλευτή – εκμεταλλευόμενου (καταπιεστή – καταπιεζόμενου). Η εμμονή για την καθολική εφαρμογή της θα ισοδυναμούσε με πράξη ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Έτσι εξηγείται η σπουδή του ιδεολογικού κατεστημένο να περιορίσει την ισχύ αυτής της αρχής στο επίπεδο της εξωεργασιακής καθημερινότητας.

γ) Όμως, , και στο χώρο της εξωεργασιακής καθημερινότητας η παραβίασή της είναι, σε μεγάλο βαθμό, ο κανόνας στις διατομικές σχέσεις.. Σε μια κοινωνία, όπως ο καπιταλισμός, στην οποία ο ανταγωνισμός αποτελεί βασική προϋπόθεση, αλλά και μέσο, για την κοινωνική επιβίωση και εξέλιξη των ατόμων ο σεβασμός της ελευθερίας του άλλου είναι εξ ορισμού αδύνατος και μη λειτουργικός. Όποιος σέβεται τις αντίθετες με τις δικές του επιλογές του άλλου δεν έχει καμία πιθανότητα να σταδιοδρομήσει. Οι εξαιρέσεις ενισχύουν αυτόν τον κανόνα. Το ατομικό συμφέρον και όχι ο σεβασμός του συμφέροντος του άλλου είναι ο κανόνας. . Η έννοια της αλληλεγγύης με αυθεντικό ανθρώπινο περιεχόμενο υπάρχει μόνον στη μεριά εκείνων που ως οργανωμένη συλλογικότητα αγωνίζονται εναντίον του καπιταλισμού. Στον καπιταλισμό η έννοια της αλληλεγγύης έχει ταξικό περιεχόμενο, όπως και η έννοια της ελευθερίας.

δ) Για όλους αυτούς τους λόγους η αρχή : η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, είναι εφαρμόσιμη μόνον στις περιπτώσεις που η παραβίασή της μπορεί να είναι βλαπτική και για τις δυο πλευρές : για εκείνον που έχει υποστεί την παραβίασή της αλλά (ενδεχομένως) και για εκείνον που την έχει παραβιάσει. Γι αυτό ο κατεξοχήν πρόσφορος χώρος στον οποίο αυτή η αρχή μπορεί να λειτουργήσει ως γενικός κανόνας για τη συμπεριφορά των ατόμων είναι ο χώρος στον οποίο αναφέρεται ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας. Βέβαια, είναι ευρύτερο το πεδίο ισχύος της. Μπορεί να λειτουργήσει ως αρχή για την αξιοπρεπή αντιμετώπιση συγκρουσιακών διατομικών ανθρώπινων καταστάσεων.. Ενδεικτικά η αξιοπρεπή διευθέτηση συγκρουσιακών καταστάσεων που έχουν να κάνουν με το διαζύγιο ενός ζευγαριού , που συνειδητά ο σύζυγος αναγνωρίζει το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής στη σύζυγο ή και το αντίθετο. Εξάλλου,, αυτή η αρχή μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά και στην προσπάθεια ανεύρεσης αμοιβαία αποδεκτής υπέρβασης της σύγκρουσιακής κατάστασης, με τη διατήρηση του δεσμού, της οικογένειας. Πάντως, είναι περιορισμένη η εμβέλεια εφαρμογής αυτής της αρχής. Η γενίκευσή της προσβάλει την ίδια την αρχή.. Και είναι άξια ιδιαίτερης προσοχής η σπουδή αστών πολιτικών και ιδεολογικών φερέφωνων της εξουσίας οι οποίοι στο πνεύμα αυτής της αρχής καλούν τους εργαζόμενους που απεργούν να σεβαστούν, όπως λένε, το δίκιο των ανθρώπων στους οποίους με τη στάση τους αυτή δημιουργούν δυσκολίες στη ζωή τους. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη ήταν η προτροπή του σημερινού υπουργού δικαιοσύνης προς τους εργαζόμενους της Τράπεζας της Ελλάδας να σταματήσουν την απεργία τους λέγοντας ότι με τη στάση τους πλήττουν το δίκαιο τρίτων, δημιουργούν προβλήματα πληρωμών σε συνταξιούχους κλπ, επικαλούμενος (φαντάζομαι για τον ίδιο) το «αυτονόητο» ότι το δίκαιο του ενός σταματά εκεί που αρχίζει το δίκαιο του άλλου.

Δεν προχωρώ εδώ στο ιδιαίτερα κρίσιμο θέμα του μηχανισμού ιδεολογικής και ηθικής χειραγώγησης που δημιουργεί αυτή η παραλλαγή της αρχής για τα όρια της ελευθερίας του καθενός, που εδώ μας ενδιαφέρει. Περιορίζομαι να πω ότι η επίκληση σε αυτή την αρχή .είναι παραπλανητική .γιατί α) η απεργία ούτε προκύπτει ούτε αφορά τη σχέση μιας κατηγορίας εργαζομένων (πολιτών) απέναντι σε μια άλλη κατηγορία εργαζομένων (πολιτών) . Αφορά τη σχέση, τη διένεξη εργαζομένων με την εργοδοσία. Από το πως θα διευθετηθεί η μεταξύ τους διένεξη εξαρτάται και η μεγαλύτερη ή η μικρότερη ζημιογόνα επίπτωσή της απεργίας σε τρίτους. Μάλιστα, με δεδομένο το γεγονός ότι , σ αυτή τη διένεξη ο εργοδότης αποτελεί το ισχυρό σκέλος ,ο οποίος έχει το νόμιμο δικαίωμα να αρνηθεί ακόμα και να συζητήσει τα αιτήματα των εργαζομένων, είναι αυτή η στάση της η γενεσιουργός αιτία της όποιας αρνητικής επίπτωσης μπορεί να έχει η απεργία των εργαζομένων σε τρίτους. Το να ζητά κανείς (στην περίπτωσή μας αυτός ;είναι ένας κορυφαίος κρατικός λειτουργός) από τους εργάτες να σταματήσουν να διεκδικούν το δίκιο τους με το «επιχείρημα» ότι έτσι δυσκολεύουν τη ζωή κάποιων τρίτων, χωρίς να ζητά από την εργοδοσία την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων τους, έστω ύστερα από έναν συμβιβασμό, με κάποιες υποχωρήσεις των εργαζομένων, είναι σαν να θέλει να βγει η εργοδοσία από αυτή τη διένεξη μονομερώς κερδισμένη. Είναι προφανές ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι ευνοϊκή για την εργοδοσία σε δυο επίπεδα.. Επιτρέπει στην εργοδοσία να εξακολουθεί απρόσκοπτα να επιβάλει τους όρους της απέναντι στους εργαζόμενους, ενώ συγχρόνως την βγάζει ηθικά αλώβητη από αυτή τη διένεξη. Αυτοί που βγαίνουν ζημιωμένοι και στα δυο επίπεδα είναι οι εργαζόμενοι. Πρόκειται για κατάχρηση της αρχής που αναφέρεται στα όρια της ελευθερίας του ατόμου, που αγνοεί το ουσιαστικό κοινωνικό, και ανθρωπολογικό περιεχόμενό της λέξης ελευθερία. σ αυτή τη σχέση.

Και αυτή η περίπτωση μας επιτρέπει να επισημάνουμε την αδυναμία αυτής της άποψης να αντιληφθεί το γεγονός ότι οριοθετώντας την ελευθερία του ατόμου, και τη σχέση ατόμου προς άτομο, με τη φράση «σταματά» και «αρχίζει» (: η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου) εξ ορισμού καταργεί τη δυναμική της έννοιας της ελευθερίας. Αδυνατεί να προσεγγίσει την ελευθερία ως εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου, που μας παραπέμπει στην ανθρωπολογική ουσία του ανθρώπου όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη δημιουργική δυναμική του ως causa sui, ως αιτία και δημιουργού του εαυτού του, της ανθρώπινης κοινωνίας, του ανθρώπινου πολιτισμού, που διαρκώς παραβιάζει τα όρια τα οποία ο ίδιος δημιουργεί.

Δεν είναι του παρόντος να προχωρήσω στην αναλυτική θεμελίωση αυτής της αλήθειας. Περιορίζομαι απλώς να πω ότι ο ατομισμός που χαρακτηρίζει τη φιλελεύθερη ρήση, δεν επιτρέπει να δει κανείς το κοινωνικό και το ανθρωπολογικό περιεχόμενο της ελευθερίας του ατόμου στη σχέση του προς τα άλλα άτομα, προς τους άλλους ανθρώπους. Αυτή είναι και η ουσιώδης διαφορά με τη μαρξική άποψη σύμφωνα με την οποία «η ελευθερία του ενός δεν είναι εμπόδιο (φραγμός)αλλά προϋπόθεση για την ελευθερία των άλλων» (Βλέπε στα Οικονομικά- φιλοσοφικά Χειρόγραφα του Μαρξ). Σπεύδω όμως να πω ότι η εφαρμογή αυτής της ρήσης προυποθέτεςι μια άλλη κοινωνία μη –καπιταλιστική... Μια κοινωνία των «ελευθέρα συνεταιριζομένων ανθρώπων.»..

Ωστόσο μπορεί να υιοθετηθεί από τους ανθρώπους που αγωνίζονται για τη δημιουργία μιας τέτοιας κοινωνίας. Με αυτή την έννοια η ρήση του Μαρξ μπορεί να λειτουργήσει ως οργανικό στοιχείο του πολιτισμού αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι, βέβαια, (ως άτομα και ως συλλογικότητες) δεν αποτελούν το πρότυπο της κοινωνίας του μέλλοντος για την οποία αγωνίζονται. Αυτή η αντίληψη, εμποδίζει να δει κανείς ότι . όπως όλοι οι άνθρωποι, το ίδιο και αυτοί είναι τέκνα της σημερινής κοινωνίας, του σημερινού κόσμου, ο οποίος κόσμος , όμως, περικλείνει μέσα του τη δυναμική της υπέρβασής του. Αυτή τη δυναμική καλούνται αυτοί οι άνθρωποι να εκφράσουν προσθέτοντας σ αυτή την δική τους καθοριστική συμβολή, τη δική τους καθοριστική παρέμβαση.

Μετά από αυτές τις προεισαγωγικές παρατηρήσεις θα επιχειρήσω μία σύντομη αναλυτική παρουσίαση, έναν σύντομο σχολιασμό της μαρξικής ρήσης, της μαρξικής άποψης, η οποία εσωτερικευμένη από το άτομο λειτουργεί και ως κοινωνική και ανθρωπολογική προτροπή.:: :Είσαι αυθεντικός εκφραστής της ελευθερίας εφόσον με τα έργα σου, με στη στάση σου απέναντι στους ανθρώπους συμβάλεις στην από κοινού οικοδόμηση μιας λειτουργικής για τον καθένα κοινωνίας των ελεύθερα συνεταιριζομένων ανθρώπων. Με αυτή την έννοια εκφράζεις το βαθύτερο ανθρώπινο περιεχόμενο της έννοιας. Ελευθερία. Νομίζω ότι είμαι μέσα στο πνεύμα του Μαρξ λέγοντας ότι αυτό είναι το ανθρωπολογικό φιλοσοφικό νόημα της εν λόγω ρήσης.

Από μια αναλυτική προσέγγισή της μαρξικής άποψης προκύπτουν τα εξής χαρακτηριστικά της α) η θετική προσέγγιση της έννοιας της ελευθερίας. Ενδιαφέρει τί είναι και όχι τι δεν είναι ελευθερία,. Ο θετικός ορισμός της ελευθερίας περικλείνει μέσα του κατά ΄έναν φυσιολογικό λογικό τρόπο την απάντηση στο ερώτημα τι δεν είναι ελευθερία, β) το μέτρο της ελευθερίας του ενός (ατόμου) συναρτάται με το βαθμό που με το έργο, με τη στάση του συμβάλλει στην ελευθερία των άλλων. Όποιος αδιαφορεί για την ελευθερία των άλλων δεν νοείται ως ελεύθερος. άνθρωπος - ακόμα και αν έχει τη δυνατότητα να κάνει ότι γουστάρει -,για να χρησιμοποιήσω αυτή την κοινότυπη φράση, γ) η χρησιμοποίηση του πληθυντικού (σχέση όχι απλώς απέναντι σε ένα άλλο μεμονωμένο άτομο, αλλά σε όλους του άλλους) μας παραπέμπει στην αντίληψη ότι ή όλοι οι άνθρωποι θα είναι ελεύθεροι ή κανένας δεν θα είναι ελεύθερος. Πρόκειται εδώ για την ελευθερία ως πανανθρώπινη αξία, Σ αυτή την αντίληψη ελεύθερος είναι όποιος αγωνίζεται για να αποκτήσει αυτή η αξία πανανθρώπινη κοινωνική έκφραση, πανανθρώπινο περιεχόμενο..

Με δεδομένη τηn πραγματικότητα του σημερινού κόσμου το ανθρώπινο περιεχόμενο της ελευθερίας είναι συνυφασμένο με την πάλη εναντίον κάθε μορφής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης σε μακροκοιννωνικό και μικροκοινωνικό επίπεδο, ενάντια σε κάθε τι που προσβάλλει την αξιοπρέπεια των ανθρώπων,, ενάντια σε κάθε μορφή αλλοτρίωσης που κρατά δέσμιους τους ανθρώπους (ανθρώπινα σύνολα ή και ολόκληρους λαούς) σε κατάσταση ανελευθερίας και βαρβαρότητας., σε κατάσταση οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής υστέρησης.

..

Από τα παραπάνω μπορεί κανείς να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι οι δυο αρχές μαρτυρούν δυο διαφορετικές αντιλήψεις για το άτομο και για την κοινωνία.. Η πρώτη, η φιλελεύθερη, μας παραπέμπει σε μια αντίληψη στην οποία το άτομο είναι αντιληπτό ως μια ανθρώπινη μονάδα και η κοινωνία ως ένα άθροισμα ατόμων που λειτουργεί ως οργανικό σύνολο, χάρη στην καθολική ισχύ αυτής της αρχής για τη σχέση κάθε ατόμου προς κάθε άτομο. Αυτό είναι το θεωρητικό μοντέλο από το οποίο αποκλίνει ουσιαστικά η πραγματικότητα. Έτσι, το κράτος καλείται να παίξει τον κυρίαρχο ρόλο για την επίτευξη της κοινωνικής συνοχής, μαζί με το σύστημα ιδεολογικής αγωγής -χειραγώγησης του λαού..

Η μαρξιστική άποψη την οποία εκπροσωπώ στο θέμα αυτό. ορίζει το άτομο ως φορέα του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, και την κοινωνία ως το καθολικά οργανωμένο σύνολο αυτών των σχέσεων, χωρίς να παραβλέπει την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του. (κάθε) ατόμου και την ιδιαιτερότητα του τρόπου οργάνωσης κάθε κοινωνίας. Στη μαρξιστική άποψη κυριαρχεί η ιδέα της κοινωνικότητας του ατόμου ενώ στη φιλελεύθερη η ιδέα της ατομικότητας που είναι αντιληπτή ως μοναδικότητα.. Η ρήση του Μαρξ επιτρέπει την ένωση αυτών των δυο οπτικών..

Επίμετρο

Ο προβληματισμένος αναγνώστης μπορεί διαβάζοντας αυτό το κείμενο να διαπιστώσει ότι σημαντικές πλευρές του θέματος ή έχουν θιγεί μόνον ή δεν έχουν καθόλου αναφερθεί, παρά μόνον παρεμπιπτόντως. Κι όμως χρίζουν ειδικής ανάλυσης στην οποία στα πλαίσια αυτού του άρθρου δεν ήταν δυνατό να το πράξω. Ωστόσο, έκρινα ότι θα ήταν σοβαρή έλλειψη αν δεν αναφερόμουν έστω επιγραμματικά σ αυτές. .

Δημιουργικότητα και ελευθερία

Στο πρώτο μέρος του άρθρου έχω αναφερθεί στον άνθρωπο ως αιτία του εαυτού του (causa sui), ως δημιουργό του κόσμου μέσα στον οποίο ζει. Και τον οποία διαρκώς αναπαράγει σε ανώτερα επίπεδα- όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε. Γι αυτή την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου έναντι των ζώων υπάρχει μεγάλή βιβλιογραφία, την οποία θα μπορούσε κανείς να συμβουλευτεί για την καλύτερη τεκμηρίωση αυτής της αλήθειας και για τη βαθύτερη κατανόησή της, στην οποία δεν υπάρχουν περιθώρια εδώ , έστω ενδεικτικά, να αναφερθώ – με τον ανάλογοι βέβαια σχολιασμό της Ωστόσο, εκτιμώ ότι είναι τόσο απτή αυτή η αλήθεια που και χωρίς αυτή την αναφορά μπορεί ο καθένας να την αποδεχτεί. Οι αλλαγές στον τομέα της τεχνολογίας, της επιστήμης, στον τρόπο ζωής, μαζί με τα προβλήματα που αυτές οι αλλαγές δημιουργούν, εξαιτίας του τρόπου που γίνονται και κυρίως εξαιτίας των ταξικών ή και των ιδιοτελών σκοπών που υπηρετούν, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία γι αυτή την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου.

Αυτό που χρίζει ειδικής αναφοράς και ανάλυσης – και για το θέμα αυτό υπάρχει αξιόλογη, φιλοσοφική κυρίως, βιβλιογραφία- είναι το γεγονός ότι οι αλλαγές στους όρους ζωής, που στην εποχή μας είναι στοιχείο της καθημερινότητας, οφείλονται κατά βάση στην ιδιότητα του ανθρώπου ως δημιουργικού όντος, που έχει το «χάρισμά» να αξιοποιεί παραγωγικά τον εγγενή δυναμισμό που υπάρχει στην ανθρώπινη δημιουργικότητα. Αυτό στην εποχή μας γίνεται συνειδητά από την οργανωμένη κοινωνία, αλλά και από τον επιχειρηματικό κόσμο. Το γεγονός αυτό καθιστά ατέρμονη την δημιουργικότητα του ανθρώπου, αλλά μαζί με αυτό καθιστά ατέρμονη και την ικανότητα παρέμβασής του στη φύση – την αξιοποίηση των φυσικών πόρων και νόμων για τους δικούς του σκοπούς. Ιδωμένο αυτό το φαινόμενο μέσα από την φιλοσοφική οπτική οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη δημιουργικότητα αποτελεί τη βάση της ανθρώπινης ελευθερίας, μαζί και τη βασική μορφή έκφρασής της.

Αποδεχόμενος κανείς αυτή την αλήθεια μπορεί, με τη βοήθεια της τυπικής, της απλής λογικής (αυτό πρέπει να τονιστεί), να οδηγηθεί άνετα στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σύμπτωση ανάμεσα στην έννοια της δημιουργικότητας και της ελευθερίας, φτάνοντας μέχρι την απλοποιημένη διατύπωση ότι ελεύθερος είναι όποιος είναι δημιουργικός και δημιουργικός όποιος είναι ελεύθερος, Στη βάση αυτής της συλλογιστικής είναι η άποψη ότι

χάρη στη δημιουργικότητά του ο άνθρωπος, κατακτά καινούργιους κόσμους, γίνεται περισσότερο ελεύθερος, ολοένα και λιγότερο εξαρτάται από τις «τυφλές δυνάμεις της φύσης», ότι κατακτά τη φύση ή ακόμα ότι εξουσιάζει τη φύση.. Αυτή η άποψη μέχρι πρότινος ήταν κυρίαρχη στη φιλοσοφία της προόδου, από την Αναγέννηση και εντεύθεν, με κορύφωση την εποχή του Διαφωτισμού. Η άποψη αυτή είχε περάσει και στο μαρξισμό, ειδικότερα στην ιδεολογικο- πολιτική έκφρασή του.

Με την χρησιμοποίηση της επιστήμης ως αποφασιστικού συντελεστή της παραγωγής , η ανθρώπινη δημιουργικότητα έχει τεθεί στην υπηρεσία του κεφαλαιοκρατικού κέρδους, με τους όρους τους οποίους βάζει το ίδιο το κεφάλαιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της άμεσης σχέσης δημιουργικότητας και ελευθερίας. Ακόμα και η επιστημονική φαντασία έχει χάσει αυτή την ιδιότητά της, κρινόμενη με τα κριτήρια του κεφαλαιοκρατικού κέρδους. Ο μόνος χώρος όπου η δημιουργικότητα και η ελευθερία διατηρεί ακόμα την άμεση σχέση της είναι η τέχνη. Η άλωση της τέχνης από την εμπορευματοποίηση, που επιχειρείται συστηματικά, μεθοδικά και επίμονα δεν μπορεί να καταργήσει την άμεση σχέση δημιουργικότητας και ελευθερίας που διέπει το έργο κάθε αληθινού καλλιτέχνη. Όμως στο επίπεδο της «κατανάλωσης» του έργου του αυτή η σχέση, σε πολύ μεγάλο βαθμό, έχει διαρραγεί ¨Όπου κυριαρχεί η εμπορευματική ματιά στην εκτίμηση του καλλιτεχνικού έργου εκεί η καλλιτεχνική δημιουργία χάνει το ουσιαστικό της στοιχείο, την ελευθερία, μαζί και την κοινωνική της λειτουργικότητα ως συντελεστή χειραφέτησης του ανθρώπου από κάθε μορφή αλλοτρίωσης. .

Ποτέ νωρίτερα στην ιστορία της ανθρωπότητας το φαινόμενο της αλλοτρίωσης δεν είχε γίνει σε τέτοια έκταση οργανικό στοιχείο της επιστημονικής δημιουργίας και εργασίας. Για τη φάση που διανύουμε, με κυρίαρχη την εξουσία του κεφαλαίου σε όλον τον κόσμο,. η επιστήμη αντί να λειτουργεί ως δύναμη κοινωνικής προόδου, και με αυτή την έννοια δύναμη απελευθερωτική του ανθρώπου, έχει τεθεί στην υπηρεσία της κοινωνικο-ιστορικής συντήρησης , ακόμα και στην υπηρεσία κατασκευής και λειτουργίας δομών και μεθόδων εκμετάλλευσης και καταπίεσης μεγάλων πληθυσμιακών συνόλων, στην υπηρεσία πολιτικών και μέσων βαρβαρότητας σε ευρεία κλίμακα...

Η σύγχρονη πολεμική βιομηχανία, οι σύγχρονες πολεμικές τεχνικές, με την τεράστια ερευνητική – επιστημονική υποδομή είναι έργο των επιστημόνων.. Εκατοντάδες χιλιάδες επιστήμονες είναι στην υπηρεσία του κεφαλαίου και των δομών λειτουργίας της εξουσίας του. .Στον σημερινό ερευνητή- επιστήμονα ο οποίος εργάζεται με τους όρους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (χρηματοδοτείται από τις δομές εξουσίας του κεφαλαίου) η σχέση ελευθερίας; και δημιουργίας στερείται της αυτοτέλειας; Η δυναμική της ελευθερίας της επιστημονικής σκέψης και έρευνας προσαρμόζεται και υποτάσσεται στη δυναμική της δημιουργικότητας που είναι από κάθε άποψη προσαρμοσμένη στους όρους και τους περιορισμούς τους οποίους βάζει το κεφάλαιο. Η αυτονομία του ερευνητή ούτε είναι δυνατή, ούτε μπορεί να έχει ερευνητικό αποτέλεσμα., ενώ το προϊόν της –κατά περίπτωση - ελεύθερης ερευνητικής δραστηριότητας είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να βρει αποδέκτη στην αγορά. Αυτό ισχύει για όλο το φάσμα των λεγόμενων θετικών επιστημών και της τεχνολογικής έρευνας. Ισχύει και .για τις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες, όμως όχι στον ίδιο βαθμό. Βέβαια, η επιδίωξη του κεφαλαίου είναι η πλήρης άλωση και αυτού του χώρου.

Τη δυνατότητα απρόσκοπτου συνδυασμού δημιουργικότητας και ελευθερίας την έχουν μόνον εκείνοι οι λίγοι επιστήμονες οι οποίοι είναι στρατευμένοι πολέμιοι της εξουσίας του κεφαλαίου, Εκείνοι που έχουν επιλέξει (με όλες τις συνέπειες για τη ζωή τους : οικονομικές, αλλά και άλλες : αποκλεισμού τους από τη λεγόμενη «επιστημονική κοινότητα», από τα επιστημονικά περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας, από ακαδημαϊκές θέσεις ακόμα και με την απειλή της ζωής τους - για μερικές χώρες ) να θέσουν την ερευνητική τους ικανότητα και τις γνώσεις τους στην υπηρεσία των πολιτικών δυνάμεων που με συνέπεια πολεμούν την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπων και ολόκληρων λαών. Εκείνοι που αποκαλύπτουν και πολεμούν κάθε μορφή αλλοτρίωσης, εκμετάλλευσης, καταπίεσης και βαρβαρότητας. Όμως, σπεύδω να πω, ότι αυτό είναι δυνατό μόνον στις χώρες που το αντικαπιταλιστικό κίνημα είναι ισχυρό .Είναι δυνατό σε σχετικά ευρεία έκταση εκεί που ο συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς, με την ευρύτερη έννοια, είναι σημαντικά προωθημένος. Εκεί που το έργο τους (το ερευνητικό, το συγγραφικό ή και το εκπαιδευτικό) μπορεί να βρει ανταπόκριση στην κοινωνία. Εκεί που υπάρχουν οι στοιχειώδεις δυνατότητες χρηματοδότησής του. . Σ αυτούς η δημιουργικότητα και η ελευθερία βρίσκονται σε λειτουργική παραγωγική σχέση. Η δημιουργικότητα παράγει ελευθερία και η ελευθερία παράγει δημιουργικότητα. Είναι δυο «πλευρές», δυο εκφράσεις της ίδιας δυναμικής. Της δυναμικής που εκφράζει και υπηρετεί την προσπάθεια υπέρβασης των συνθηκών που αλλοτριώνουν τον επιστήμονα ηθικά και κοινωνικά, την υπέρβαση του καπιταλισμού. Στην πλειοψηφία τους αυτοί οι επιστήμονες ανήκουν στο χώρος; της Αριστεράς.. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει τη δημοκρατική λειτουργία της Αριστεράς, μέρος της οποίας είναι η αναγνώριση στον επιστήμονα του δικαιώματος της αυτόνομης επιλογής του ερευνητικού του αντικειμένου και της απρόσκοπτης υποστήριξης και διάθεσης των ερευνητικών του ευρημάτων και πορισμάτων.

Ειδική περίπτωση αποτελούν οι φιλόσοφοι, των οποίων η ελευθερία έχει μόνον έναν φραγμό, την κοσμοθεωρία και τη μεθοδολογία που πρεσβεύει και εφαρμόζει ο καθένας στην προσέγγιση του αντικειμένου του και στην οργάνωση των σκέψεών του.. Αυτό επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο και το βαθμό του δεσμού ελευθερίας και δημιουργικότητας, καθώς και το βαθμό που το έργο του είναι παράγοντας πολιτιστικής αναβάθμισης του ανθρώπου, της κοινωνίας. Τέτοιο είναι χωρίς αμφιβολία το έργο στο επίκεντρο του οποίου είναι ο άνθρωπος ως αιτία και ως δημιουργός του εαυτού του, χωρίς την αναφορά ή τη δέσμευση από μια πέραν του ανθρώπου μεταφυσική άλλη δύναμη. Ως αρνητική περίπτωση ενδεικτικά αναφέρομαι εδώ στην περίπτωση ακαδημαϊκών λειτουργών στις ΗΠΑ που πασχίζουν επίμονα να αποδείξουν την ορθότητα της θεωρίας του λεγόμενου δημιουργισμού στην εξέλιξη του έμβιου κόσμου και του ανθρώπου, απορρίπτοντας τη θεωρία του Δαρβίνου, και των προωθημένων παραλλαγών της, με βάση και τις νέες ανακαλύψεις. Σ αυτή την περίπτωση η ΄έλλειψη πραγματικού αντικειμένου ακυρώνει την παραγωγική λειτουργία της ελευθερίας που πρέπει να διέπει τη σκέψη του επιστήμονα, του διανοητή. Για το λόγο αυτό καθίσταται αδύνατος ο συνδυασμός της ελευθερίας ( που με μία έννοια υπάρχει κυρίως στο επίπεδο της φαντασίας) με την ερευνητική δημιουργικότητα. Αυτό οφείλεται και στο ότι η δημιουργικότητα αναγνωρίζεται μόνον ως ίδιον ενός υποτιθέμενου υπερφυσικού όντος (του Θεου), που «υπάρχει» πέραν του υπαρκτού κόσμου και του υπαρκτού ανθρώπου, με υποχρεωτικές τις επιλογές και τις αποφάσεις του γι αυτόν. .Όμως, δεν είναι .αυτό το φαινόμενο που χαρακτηρίζει το πρόβλημα της σχέσης ελευθερίας και δημιουργικότητας (ελευθερίας και δημιουργίας) στην εποχή μας.

Μια ιδιοτυπία της εποχής μας είναι ότι η δημιουργικότητα έχει αποκτήσει όσο ποτέ άλλοτε μια αυτονομία που αφήνει τον επιστήμονα αδιάφορο απέναντι στο κοινωνικό πρόβλημα της ελευθερίας αλλά και της δικής του ελευθερίας ως ερευνητή, ως διανοητή. Αυτό βέβαια δεν αφορά το σύνολο των ερευνητών, των επιστημόνων. Η αδιαφορία του έχει την εξήγησή της στο γεγονός ότι η δημιουργικότητα καθεαυτή συναισθηματικά – διανοητικά μπορεί να καλύψει πλήρως την προσωπικότητά του, με προέκταση και στην κοινωνική αναφορά της, φτάνει να υπάρχει κοινωνική αναγνώριση για το προσφερόμενο έργο του - αναγνώριση από την Πολιτεία.. Σημαντικό ρόλο στο θετικό αυτοπροσδιορισμό του μπορεί να παίξουν, και οι καλές αμοιβές, ο οικονομικά άνετος αξιοπρεπής τρόπος ζωής.

¨Ετσι, που στις περισσότερες περιπτώσεις να ουδετεροποιείται η ευαισθησία για τα προβλήματα του κόσμου, που υποφέρει και να μην γίνεται αντιληπτή από τον επιστήμονα η αδυναμία συνδυασμού αξιοπρέπειας και αλλοτρίωσης. Να θεωρεί δηλαδή ότι διάγει μια αξιοπρεπή ζωή, δηλώνοντας κατά καιρούς ότι δεν του είναι αδιάφορη η δυστυχία συνανθρώπων μας.. Αφού δεν θα βρείτε ούτε έναν επιστήμονα που να μην εκφράζει τη δυσφορία του για τα εκατομμύρια πεινασμένα παιδιά, για την απίστευτη δυστυχία εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο.... Δεν μιλώ εδώ βέβαια για τους πωρωμένους ρατσιστές που με τη μεγαλύτερη ευκολία, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και ψυχολογικές αναστολές, υιοθετούν πολιτικές εθνοκάθαρσης και καθολικής βαρβαρότητας εναντίον μεγάλων κοινωνικών πληθυσμιακών συνόλων. Σ αυτούς το καινοτομικό πνεύμα του επιστήμονα διακατέχεται από την απανθρωπιά. Η σχετική ιστορική εμπειρία είναι αμείλικτη η οποία βεβαιώνει το γεγονός ότι και η βάρβαρη καταστρεπτική πολιτική προϋποθέτει το καινοτόμο πνεύμα! Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι άνθρωποι με καινοτόμο μυαλό ήταν εκείνοι που συνέλαβαν, οργάνωσαν ή/και εκτέλεσαν το χιτλερικό σχέδιο εξόντωσης των εβραίων, με τη χρησιμοποίηση και της επιστημονικά οργανωμένης υποδομής των κρεματορίων.. Είναι πολλές οι ερευνητικές εργασίες που αναφέρονται και εξηγούν ΄ή επιχειρούν να εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο. Και είναι πολύ περισσότερα τα λογοτεχνικά έργα που ασχολήθηκαν ως τώρα με αυτό το φαινόμενο.

Από όλα αυτά τα αποκαλυπτικά τεκμήρια και τις αναλύσεις για τα κίνητρα, την ιδεολογία και τις μεθόδους, που εφαρμόστηκαν, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε εδώ είναι ότι η ρατσιστική εκδοχή του εθνικισμού ή η εθνικιστική εκδοχή του ρατσισμού, που είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, αποτελεί πρόσφορο ιδεολογικό και ψυχολογικό έδαφος για την «αυθόρμητη» συμμετοχή μεγάλων τμημάτων του λαού, μαζί και μέρους της διανόησης, στην εφαρμογή μιας πολιτικής με κυρίαρχα τα στοιχεία της βαρβαρότητας. Αυτό συμβαίνει, συνήθως εκεί που αυτή η πολιτική υπόσχεται οικονομικά οφέλη, ενώ συγχρόνως ικανοποιεί στην πράξη την ανάγκη του εξουσιασμού πάνω σε άλλους λαούς, την οποία οι εθισμένοι στον εθνικιστικό ρατσισμό βιώνουν , θα μπορούσαμε να πούμε, ως έκφραση ελευθερίας.

Η αποσχέτιση της δημιουργικότητας από την ελευθερία στη νέα πραγματικότητα.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η νίκη εναντίον του ναζισμού, εναντίον του φασισμού, γενικότερα, ήταν ορόσημο για την εσαεί κυριαρχία της δημοκρατίας στον κόσμο. Της αστικής δημοκρατίας, αφού με την καθιέρωση και ανάπτυξη του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση η δημοκρατία των σοβιέτ που με το Λένιν εμφανίστηκε ως το πρότυπο μιας νέας μορφής ουσιαστικής δημοκρατίας για όλους τους λαούς του κόσμου, είχε εκφυλιστεί στην ουσία της και είχε μετατραπεί στο αντίθετό της, έτσι που και το αρχικό λενινιστικό πρότυπο είχε σε μεγάλο βαθμό χάσει την ελκτική του δύναμη, ενώ ΄για πολλούς είχε αρχίσει να λειτουργεί ως αρνητικό ή «έστω» ως μη λειτουργικό πρότυπο δημοκρατίας. Έτσι που στο σταλινικό καθεστώς (αλλά και στη σταλινική αντίληψη) ο συνδυασμός δημιουργικότητας και ελευθερίας που στην αντίληψη του Λένιν ήταν όρος για την ουσιαστική λειτουργία της δημοκρατίας των σοβιέτ, της δημοκρατίας των συμβουλίων, στη σταλινική αντίληψη και πρακτική ήταν όχι μόνον αδύνατη αλλά και μη επιθυμητή. Η δημιουργικότητα, η καινοτομία, χωρίς την ελευθερία, εμφανίστηκε να είναι πιο αποτελεσματική για την τεχνολογική και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Λειτουργική γνώση, λειτουργική δεξιότητα για την κοινωνία, ακόμα και για την κοινωνική πρόοδο θεωρούνταν μόνο η κονστρουκτιβιστική γνώση. Η πολιτική και η κοινωνική κριτική θεωρήθηκε και αντιμετωπίστηκε ως βλαπτική για το μεγάλο βιομηχανικό αναπτυξιακό έργο της χώρας. Η κατάργηση της κριτικής σήμαινε εξ ορισμού την κατάργηση της ελευθερίας. Η ελευθερία ήταν νοητή μόνον στο επίπεδο της επιλογής των μέσων και των μεθόδων αποτελεσματικής εφαρμογής των επιλογών του κέντρου. Αυτό αφορούσε και τις επιλογές για τα αντικείμενα και για το σκοπό της έρευνας, σε όλα τα επίπεδα και τις μορφές έκφρασης της επιστήμης. Ωστόσο, ενώ στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες ο συνδυασμός δημιουργικότητας και ελευθερίας ήταν παντελώς αδύνατος, με εξαίρεση, ως ένα βαθμό, της ψυχολογίας*,

στις φυσικές επιστήμες, ειδικότερα στις επιστήμες, στην

------------------------------------

* Ο συνδυασμός της δημιουργικότητας (της; έρευνας) με την ελευθερία στις κοινωνικές επιστήμες είναι αδύνατος χωρίς το καθοριστικό στοιχείο της κριτικής του όλου, που αποτελεί προϋπόθεση για την ουσιαστική κριτική του μέρους, για την αυτόνομη ερευνητική προσέγγιση του συγκεκριμένου αντικειμένου το οποίο έχει επιλέξει ο ερευνητής, ο επιστήμονας.

-----------------------------------------------------------------------------------

επιστημονική έρευνα με αναφορά στις αναπτυξιακές επιλογές του κέντρου ο συνδυασμός δημιουργικότητας και ελευθερίας ήταν δυνατός, με τον όρο ότι ο επιστήμονας «έπρεπε» να είχε πάψει να αντιμετωπίζει κριτικά το όλο, δηλαδή να είχε πάψει να λειτουργεί με κοινωνικούς όρους ως προσωπικότητα με το δικαίωμα και τη δυνατότητα παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Στερούνταν της δυνατότητας αυτόνομης κριτικής παρέμβασης στις διεργασίες για τις αναπτυξιακές επιλογές της χώρας, εφόσον η παρέμβασή του αμφισβητούσε τις επιλογές του κέντρου. Το «προτέρημα» παρέμβασης το είχαν μόνον οι επιστήμονες που αποτελούσαν το στενό κύκλο των συμβούλων της κεντρικής εξουσίας, όμως χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να κοινολογήσουν τις ιδιαίτερες δικές τους απόψεις και παρατηρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση δημιουργικότητας και ελευθερίας είχε χάσει το ουσιαστικό κοινωνικό και πολιτισμικό της χαρακτήρα και περιεχόμενο. Η δημιουργικότητα χωρίς αυτό το ευρύτερο χαρακτήρα και περιεχόμενο της ελευθερίας και χωρίς την αυτονομία του επιστήμονα, είχε φτωχύνει, είχε χάσει το δυναμισμό της, με αρνητικές επιπτώσεις στην συνολική αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η αστική δημοκρατία δεν μπορεί (ή και δεν θέλει;) να αντιμετωπίσει ουσιαστικά το πρόβλημα της σχέσης ελευθερίας και δημιουργίας- δημιουργικότητας στο χώρο της επιστήμης –έρευνας. Από μια κριτική θεώρηση της συνολικής πραγματικότητας προκύπτει ότι η διάσταση δημιουργιοκότητας και ελευθερίας ή ο στρεβλός συνδυασμός τους;, που καταργεί την αυτονομία του επιστήμονα, κυριαρχεί στο σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η εξαρτημένη εργασία είναι πλέον ένα καθεστώς που αφορά όλες τις ειδικότητες της επιστήμης και όλες τις μορφές της έρευνας αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, ανάλογα με το βαθμό αυτονομίας που μπορεί να έχει ο επιστήμονας, Αυτό αφορά ειδικότερα τους εκπαιδευτικούς της ανώτατης εκπαίδευσης στον τομέα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, όπου η άλωσή τους από το κεφάλαιο δεν έχει ολοκληρωθεί... Στους τομείς στους οποίους ο ερευνητής είναι πλήρως εξαρτημένος από το κεφάλαιο ( από τη μεγάλη επιχείρηση, πολυεθνική ΄ή όχι) η αυτονομία του είναι μηδαμινή έως παντελώς ανύπαρκτη. Αυτό, πέρα από την απόλυτη κυριαρχία του διευθυντικού επιτελείου (με κυρίαρχο το λόγο του διευθυντή, και κατ επέκταση του ιδιοκτήτη όπου αυτός δεν είναι συγχρόνως και διευθυντής) οφείλεται και στο γεγονός ότι η ανεργία περιορίζει σε μεγάλο, έως και σε απόλυτο βαθμό, τις επιλογές του επιστήμονα, του ερευνητή.

Το σύνδρομο και οι συνέπειες της ανεργίας

Η ανεργία στον καπιταλισμό ενισχύει αποφασιστικά το εξαρτησιακό καθεστώς των εργαζομένων σε όλους τους τομείς της παραγωγής, της εργασίας γενικότερα, με άμεση αρνητική επίπτωση στη σχέση δημιουργικότητας και ελευθερίας, την οποία ο επιστήμονας τη βιώνει, κυρίως, ως ένα καθεστώς περιορισμού ή και πλήρους ανυπαρξίας της αυτονομίας του, όσον αφορά τις επιλογές του, αλλά και την επιστημονική του σταδιοδρομία.

. Γνώρισμα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η ριζική αλλαγή του εργασιακού δυναμικού, από την άποψη του μορφωτικού του επιπέδου και των νέων ειδικοτήτων οι οποίες εισέρχονται στην παραγωγή, με την παράλληλη εξαφάνιση πολλών ειδικοτήτων της βιομηχανικής εποχής. Η επιστήμη λειτουργεί ως άμεση παραγωγική δύναμη. Η εκπαίδευση και η έρευνα αντιμετωπίζονται ως αποφασιστικοί παράγοντες της παραγωγής, της οικονομίας, αλλά και της οργάνωσης και λειτουργίας όλου του συστήματος. Η θέση του Φρανσις Μπέικον ότι η γνώση είναι δύναμη έχει γίνει καθεστώς. Αυτό αφορά πρωτίστως την επιστημονική γνώση. Αυτή η εξέλιξη επέτρεψε στους ιδεολόγους του συστήματος αναφερόμενοι στο σύγχρονο καπιταλισμό να μιλούν για Κοινωνία της Γνώσης. Δημιουργείται η εντύπωση ότι αυτό το ψευδεπίγραφο του σύγχρονου καπιταλισμού αφορά γενικά τη γνώση και ειδικά την καινοτόμα γνώση, γνώρισμα της οποίας είναι το κριτικό πνεύμα του φορέα της, του επιστήμονα, ο οποίος λειτουργεί ως αυτόνομα σκεπτόμενο και δρων δημιουργικό κοινωνικό ον.

Η εμπειρία (και οι σχετικές μελέτες που την απεικονίζουν) δεν δικαιώνει αυτή την ωραιοποιημένη εικόνα. Δεν υπάρχουν περιθώρια να προχωρήσω εδώ στην αναλυτική τεκμηρίωση αυτής της κρίσιμης διαπίστωσης. Θα περιοριστώ σε επιγραμματικές διατυπώσεις οι οποίες όμως είναι το καταστάλαγμα μιας γενικής θεώρησης της πραγματικότητας και των αντιφάσεων στις οποίες αμέσως παρακάτω θα αναφερθώ.

Το κεφάλαιο η ύπαρξη, η λειτουργία και η εξουσία του οποίου αποτελεί την πεμπτουσία του καπιταλισμού δεν ενδιαφέρεται γενικά για τη γνώση, μαζί και για την επιστημονική γνώση, παρά μόνον για τη λεγόμενη «ωφέλιμη γνώση», για τη γνώση η οποία είναι απαραίτητη για την παραγωγή κεφαλαιοκρατικού κέρδους και για τη λειτουργία και αναπαραγωγή του συστήματος. Κάθε άλλη γνώση ή είναι άχρηστη ή για λόγους αποφυγής πολιτικών και κοινωνικών εντάσεων είναι ανεκτή. .. Αυτό το φαινόμενο από μόνο του πλήττει την ελευθερία της επιστήμης, καθώς και τη σχέση ελευθερίας και δημιουργίας

Υπάρχει και μια άλλη αντίφαση του σύγχρονου καπιταλισμού η οποία έχει άμεση σχέση με το θέμα μας. Η μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η προώθηση των μεταπτυχιακών σπουδών εμφανίζεται από όλους, και από τους επικριτές του καπιταλισμού, ως δημοκρατική κατάκτηση.. Και είναι κατάκτηση, κρινόμενη από πολιτισμική άποψη. Ωστόσο, ο τονισμός αυτής της αλήθειας συνήθως δεν επιτρέπει να δει κανείς ότι στο σύγχρονο καπιταλισμό αυτό έγινε και γίνεται με την συγκατάθεση και την συμβολή του κεφαλαίου, που συνειδητά επιδιώκει την ανάδειξη από το ευρύτερο στρώμα των ανθρώπων με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τους ικανότερους για την κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών σε εργασιακό δυναμικό με ανώτερη μόρφωση, αλλά και με μετραπτυχιακές σπουδές, καθώς και με εθισμό και ικανότητα για την έρευνα- κρίνοντάς το πάντα με τα δικά του κριτήρια της ωφέλιμης γνώσης. Το φαινόμενο αυτό περικλείνει μέσα του την αντίφαση ανάμεσα στην μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τον περιορισμένο αριθμό αποφοίτων που απαιτούνται για την παραγωγική λειτουργία του συστήματος – κρινόμενη με τους όρους του ανταγωνισμού.. ΄Έτσι έχουμε το νομοτελειακό φαινόμενο ένα μεγάλο μέρος των αποφοίτων να μην βρίσκει δουλειά, δηλαδή να αδρανοποιείται για μεγάλο χρονικό διάστημα ως δυνάμει δημιουργική επιστημονική συνιστώσα της κοινωνικής εξέλιξης, με αποτέλεσμα ένα μέρος από αυτό να έχει απολέσει αυτή την κεκτημένη ή και την εγγενή ικανότητά του.

Αυτή η κατάσταση λειτουργεί κατά έναν καθοριστικό και απόλυτο τρόπο για κείνους που μην μπορώντας να βρουν δουλειά η οποία είναι ταυτόσημη ή έστω κοντά στα επιστημονικά τους ενδιαφέροντα, πιεζόμενοι από την ανάγκη της επιβίωσης, και μην έχοντας άλλους πόρους, παρά μόνον την εργατική τους δύναμη, την οποία και πρέπει να την πουλήσουν με τους όρους του κεφαλαίου, με τους όρους της αγοράς εργασίας, υποχρεώνονται να δουλέψουν σε δουλειές άσχετες με την ειδικότητα και τα ενδιαφέροντά τους. Με τον καιρό παύουν να έχουν την οποιαδήποτε επιθυμία και κυρίως την οποιαδήποτε ελπίδα να βρουν δουλειά σύμφωνη με την ειδικότητά τους και τα επιστημονικά τους ενδιαφέροντα. Αυτό το φαινόμενο, μαζί με τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει στην προσωπικότητα αυτών των ανθρώπων οι οποίοι με τον καιρό, για τους περισσότερους, έχουν χάσει το νόημα της ζωής τους, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με τις φιλοδοξίες τους, οι οποίες – αυτό πρέπει να τονιστεί - είχαν ενθαρρυνθεί από το σύστημα το οποίο τους παρότρυνε να σπουδάσουν, και το οποίο μετά την αποφοίτησή τους εγκαταλείπει στο «έλεος» της αγοράς εργασίας. Πρόκειται για νομοτέλεια του σύγχρονου καπιταλισμού που λειτουργεί αρνητικά για όσους έχουν κτίσει τη σταδιοδρομία τους πάνω στα θετικά υποδείγματα των πετυχημένων τα οποία προβάλλονται ως εφικτά πρότυπα για τον καθένα, που μπαίνει αποφασιστικά στο στίβο του ανταγωνισμού, από τον οποίο είναι βέβαιο ότι πολλοί, ίσως οι περισσότεροι θα βγουν ηττημένοι.

Είναι προφανές ότι σ αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να λειτουργήσει η αρχή σύμφωνα με την οποία η ελευθερία του ενός είναι (θα πρέπει να είναι) προϋπόθεση και όχι εμπόδιο για την ελευθερία των ΄άλλων. Όμως, σ αυτές τις συνθήκες ούτε η φιλελεύθερη αρχή είναι δυνατό να λειτουργήσει, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία του ενός σταματά (πρέπει να σταματά) εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Η λογική και η πρακτική του ανταγωνισμού΄ την καθιστά εξ ορισμού μη λειτουργική.

Είναι προφανές ότι αυτή η κατάσταση ακυρώνει στην πράξη το ιδεολόγημα (το οποίο χρησιμοποιούν χωρίς ηθικό ενδοιασμό, ψευδόμενοι, όλοι οι αστοί πολιτικοί) ότι στη λεγόμενη Κοινωνία της Γνώσης, δηλαδή στο σύγχρονο καπιταλισμό, εφαρμόζεται για όλους η αρχή των ίσων ευκαιριών στη μόρφωση και στην κοινωνική σταδιοδρομία.

Το πρόβλημα της ανισότητας ευκαιριών, (αυτή είναι η πραγματικότητα) μας παραπέμπει στο κρίσιμο θέμα της σχέσης ισότητας και ελευθερίας, το οποίο επισημαίνω απλώς εδώ χωρίς να μπορώ στα πλαίσιο αυτής της μελέτης να ασχοληθώ μαζί του/.. Πρόκειται για θέμα το οποίο χρίσει ειδικής πραγματείας.. ..

.Θανάσης Βακαλιός tvakali@otenet.gr

Ηλιούπολη,Απρίλης 2008